Λευτέρης Τσίλογλου
Εντυπώσεις από πρόσωπα και καταστάσεις
Τάκης Παππάς
Έφυγε τόσο σύντομα από κοντά μας (1 Ιουλίου 2001), αλλά θα μου επιτρέψετε να πω –χωρίς να μπορώ να το αποδείξω, απλώς υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις– πως ο ίδιος έσπρωξε τα πράγματα στο τραγικό τέλος. Το τραγικότερο για μένα είναι ότι πνίγηκε στο θαλάσσιο χώρο μπροστά στον οικισμό των μηχανικών στις Σπέτσες, ενώ την ίδια στιγμή εγώ αμέριμνος κολυμπούσα στην κοντινή απέναντι ακτή της Χηνίτσας, σε απόσταση μικρότερη από ένα χιλιόμετρο. Κι όταν το απόγευμα με το φλάιν ντόλφιν γύριζα στην Αθήνα άκουσα εκεί μέσα εμβρόντητος, από το δελτίο των 6, την τραγική είδηση.
Με τον Τάκη με συνδέουν πολλές κοινές αναμνήσεις. Ας αρχίσω από την πρώτη. Μπήκαμε στο Πανεπιστήμιο την ίδια χρονιά. Αυτός στη Νομική, με οικογενειακή παράδοση στο επάγγελμα, εγώ στη Φυσικομαθηματική. Ο πατέρας του, Βίκτωρας, είχε από παλαιά δικηγορικό γραφείο στη Χαριλάου Τρικούπη και Σόλωνος γωνία. Ένας λυγερόκορμος και όμορφος κύριος πανομοιότυπο του γιού του. Σύχναζα εκεί και ήξερα τη λατρεία που είχε ο Βίκτωρας στο γιο του. Εκεί γνώρισα και τον αδελφό του, τον ποιητή Νίκο Παππά, με ένα πουράκι πάντα στο στόμα που μόλις έσβηνε αντικαθίστατο από έτερο. Ο κυρ Νίκος μου χάρισε με ιδιόχειρη αφιέρωση την ιστορία του για την ελληνική λογοτεχνία.
Ας μη μακρηγορώ κι ας πω την πρώτη εμπειρία. Ακόμα ήμουν μόνος, πρωτοετής στη Σχολή, χωρίς καμιά οργανωτική σχέση, αδαής επαρχιώτης, όμως έτοιμος για δόσιμο μόλις θα έβρισκα το δρόμο. Γινόταν μια φοιτητική συγκέντρωση στα προπύλαια και ένας ψηλέας, ένα τουλάχιστον κεφάλι πάνω από όλους, άρχισε με εκείνη την ώριμη, δυνατή και βαθειά φωνή να απαγγέλει από στήθους ένα ποίημα. Δεν ήξερα ακόμα ποιο και ποιου. Αργότερα τα ξεκαθάρισα. Ήταν το ποίημα «Ηχήστε σάλπιγγες…» που είχε διαβάσει ο Άγγελος Σικελιανός μπροστά στο νεκρό σώμα του Παλαμά κατά την Κατοχή.
Μου έχει απομείνει ζωντανή η συγκίνηση. Ανατριχίλα! Οι τρίχες ανασηκωμένες και το δάκρυ έτοιμο να κυλίσει απ’ τα μάτια. Ήμασταν ακόμα αλώβητοι από τις κακίες του κόσμου που μας βίασαν αργότερα. Μετά τον έχασα. Αλλά όταν στο δεύτερο έτος των σπουδών ανέβηκα στα γραφεία της ΕΔΑ, που ήταν Αριστείδου 6, τον συνάντησα πάλι. Αυτός είχε προηγηθεί. Βρεθήκαμε δυο φορές στο όργανο της Σπουδάζουσας. Μια φορά στη νεολαία της ΕΔΑ και τη δεύτερη στη Νεολαία Λαμπράκη.
Το ίδιο χρονικό διάστημα κάναμε τη στρατιωτική μας θητεία, αλλά σε διαφορετικές μονάδες, κι όταν είχα τις περιπέτειες της φυλάκισής μου ήταν ο δικηγόρος μου στη μάχη που δώσαμε να μην διαγραφώ από το Πανεπιστήμιο. Αλλού περιγράφω αυτή την περιπέτεια. Αργότερα εκτοπίστηκε κι αυτός, ζώντας τις δικές του περιπέτειες.
Μετά τη μεταπολίτευση οι δρόμοι μας συναντήθηκαν σε μια πρωτοβουλία μαζί με τον Γιάννη Μπανιά και άλλους για να τιμήσουμε τη μνήμη του Σωτήρη Πέτρουλα στο κατάμεστο θέατρο «Διάνα» της Ιπποκράτους. Ενώ εγώ διάβασα την ομιλία, το κείμενο είχε κυρίως γραφεί από τον Τάκη. Μετά οι οικογένειες που δημιουργήσαμε, οι επαγγελματικές υποχρεώσεις που μας έτρωγαν τον περισσότερο μας χρόνο, είχαν ως αποτέλεσμα οι κοινές μας εκδηλώσεις να αραιώσουν. Επειδή για πολλά χρόνια ήμασταν στην ίδια γειτονιά, οι δρόμοι μας συναντιόταν συχνά με αμείωτη την αμοιβαία εκτίμηση.
Ας μείνει ζωντανή η μνήμη του Τάκη, μια μορφή που εντυπωσίαζε με την πρώτη ματιά.
Σωτήρης Αναστασιάδης
Όταν σε κάποια στιγμή της ζωής μου βρίσκομαι σε δυσχερή θέση είναι φυσικό αυτομάτως αυτό να μου δημιουργεί ένα αίσθημα ασφυξίας. Η εικόνα που έρχεται τότε στο μυαλό μου –φέρνοντας συγχρόνως ανακουφιστικά και ελπιδοφόρα αισθήματα παρηγοριάς– είναι το πάντα χαμογελαστό πρόσωπο ενός ανθρώπου που αδίκως έφυγε τόσο σύντομα από αυτή τη ζωή. Είναι ο Σωτήρης, ένας αγαπημένος μας φίλος. Τον γνώρισα για πρώτη φορά στις φυλακές του Αβέρωφ, όταν μεταφέρθηκα εκεί από την Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας τον Ιανουάριο του 1969.
Για μένα ήταν πρότυπο στάσης ζωής σε πολλούς τομείς. Ο Σωτήρης ήταν από τη διαλεχτή εκείνη αισιόδοξη ράτσα των ανθρώπων που βλέπουν πάντοτε το ποτήρι μισογεμάτο. Τη θετική κι αισιόδοξη εκδοχή σε κάθε εξέλιξη των πραγμάτων. Σε δέκα άσχημα κι ένα καλό, έμενε κι ευχαριστιόταν με το ένα καλό, σε αντίθεση με μένα που αν είχα δέκα καλά κι ένα κακό πήγαινα και χωνόμουν μέχρι απελπισίας στο τελευταίο και ανέπνεα τον αρνητισμό του. Αυτός αντιμετώπιζε με ψυχραιμία και στωικότητα τα σοβαρά προβλήματα υγείας που πραγματικά είχε κι εγώ με το πρώτο πονάκι μού κόβονται τα ήπατα. Έτσι ζήλευα αυτή του τη στάση και προσπαθούσα, πλην ματαίως, να του μοιάσω.
Με αυτή τη φιλοσοφική αντίληψη πρόλαβε κι έζησε έντονα και ουσιαστικά όλες τις εκδοχές της ζωής, αφήνοντας πίσω του πάντα μια θετική αύρα. Είναι χαρακτηριστικό το πόσο εύκολα και φυσιολογικά κέρδιζε τους ανθρώπους που πλησίαζε. Χαμογελαστός, ανοιχτόκαρδος, διαθέσιμος ανά πάσα στιγμή για στήριξη και βοήθεια στον οποιοδήποτε άνθρωπο που προσέφευγε στην αρωγή του.
Στη φυλακή ζήσαμε μαζί σχεδόν πέντε χρόνια. Υπάρχουν πολλά επεισόδια που θ’ άξιζε να καταγραφούν για να περιγράψουν τον άνθρωπο, αλλά αυτό θα γίνει σε μια άλλη ευκαιρία.
Στη φυλακή για πρακτικούς αλλά και ουσιαστικούς λόγους δημιουργήθηκαν μικρές παρέες με στενότερες σχέσεις που ξεκινούσαν από το κοινό τραπέζι στο φαγητό και φτάνανε σε πιο ουσιαστικούς λόγους, όπως το ταίριασμα των χαρακτήρων αλλά και η προσέγγιση των πολιτικών απόψεων. Έτσι όλα τα χρόνια από μια στιγμή και μετά είχα την ευχαρίστηση να είμαι στην ιδιαίτερη παρέα μαζί του.
Την παρέα αυτή αποτελούσαν ο αείμνηστος και διαλεχτός Νίκος Γιανναδάκης, ο Άρης Αλεξάκης, ο Νίκος Αρμάος, ο Γιάννης Καούνης, ο Σωτήρης κι εγώ.
Ο διακανονισμός ήταν επί μια εβδομάδα θα τρώμε μεσημέρι και βράδυ στο ίδιο κελί σε διαδοχική σειρά. Σε μερικούς οι όροι της καθαριότητας ήταν σφικτά αυστηροί με πάντα ζωντανή την έγνοια μη ξεπεραστούν τα προκαθορισμένα όρια, σε άλλους υπήρχε μια χαλαρή και βολική, τουλάχιστον για μένα, ελαστικότητα. Αυτό έχει σχέση με την ιδιοσυγκρασία του καθενός από τα μέλη της ομάδας και με τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά. Υπήρχαν κοινά σημεία, αλλά φυσικά και αρκετές διαφορές. Ίδιοι άνθρωποι δεν υπάρχουν πουθενά και ούτε θα υπάρξουν ποτέ.
Μια από τις σημαντικές παρακαταθήκες που άφησε στο πέρασμά του από τη ζωή, στο επίπεδο των υλικών προσφορών, είναι το σπίτι που έχτισε, σχεδόν με τα χέρια του, στην Εύβοια. Έδωσε μεγάλη και πολύχρονη μάχη, αλλά το ευχαριστήθηκε. Μόνο η μεταμόρφωση, κυρίως με την προσωπική του εργασία, ενός πέτρινου λόφου σε φιλόξενη και προσεγμένη γωνιά, ανοιχτή στον κάθε φίλο, δικαιώνει το πέρασμά του από τη ζωή. Εκεί πάνω στήθηκαν όμορφα γλέντια με φίλους, που χάρηκαν με την ψυχή τους τη φιλοξενία που εισέπραξαν κοντά του.
Πρέπει ακόμα να τονιστούν οι στέρεες φιλίες και δεσμοί που ανέπτυξε και με τους ντόπιους κατοίκους στη Βλαχιά, μια ακόμα απόδειξη της ικανότητας, αλλά και της ανάγκης του να πλησιάζει τους ανθρώπους και να δένεται μαζί τους.
Κάποια στιγμή μερικοί από τους φίλους του είχαμε τη χαρά να μας επιτρέψει να γίνουμε κοινωνοί στα ποιητικά του πονήματα. Ήταν ενδιαφέροντα κείμενα που απέπνεαν τη μόνιμη ευαισθησία του πάνω σε εσωτερικούς του προβληματισμούς, που θα ήταν άδικο να μείνουν, μετά τον πρόωρο χαμό του, στην αφάνεια.
Ο πολιτικός του προβληματισμός είχε μια προσωπική εσωτερική ιδιαιτερότητα. Για να εισχωρούσες στη λογική του χρειαζόταν μια προσεκτική προσέγγιση. Πάντοτε οι προβληματισμοί του είχαν αφετηρία και τέλος το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πορεία του τόπου μας και του λαού που κατοικεί σ’ αυτόν, απέπνεαν την αγάπη στον άνθρωπο, την άδολη διάθεση προσφοράς χωρίς ποτέ να επιδιωχθεί κανένα στοιχείο προσωπικής φιλοδοξίας και απαίτηση οποιασδήποτε ανταμοιβής.
Ο Σωτήρης ήταν από τη σπάνια και σχεδόν εκλιπούσα κατηγορία των ανθρώπων που αλτρουιστικά ξέρουν να δίνουν χωρίς να απαιτούν ποτέ την ανταμοιβή αυτής της προσφοράς.
Μάρτιος 2009
Βαγγέλης Αλεπίδης
Ήταν ένας ευαίσθητος κι ανήσυχος νέος από τη Θεσσαλονίκη. Τον γνώρισα στη φυλακή στη διάρκεια της δικτατορίας. Ανήκε σε μια μεγαλύτερη ομάδα νέων της Θεσσαλονίκης, που δεν κάθισαν στα αυγά τους κι εξαιτίας της αντίστασής τους στην κατάλυση των θεσμών έγιναν για χρόνια όμηροι από τους παράνομους επιβήτορες της εξουσίας. Ζούσε το δράμα της απομόνωσης και των στερήσεων με το χαμόγελο στα χείλη, αισιόδοξος με όπλο και διέξοδο την ποίηση. Εκεί στις ώρες που ήταν μόνος στο κελί έγραψε έναν μεγάλο αριθμό ποιημάτων. Ποιήματα ευαίσθητα που τα κοινωνούσε σε κάποιους φίλους του.
Όταν αποφυλακίστηκε, μια από τις πρώτες πράξεις του ήταν να εκδώσει μερικά απ’ αυτά. Δεν πρόλαβε –δυστυχώς– να συνεχίσει τη ζωή του. Ο άπονος Χάρος τον πήρε σύντομα μαζί του.
Έτσι είναι αυτός! Με το κοφτερό δρεπάνι του πρώτα κόβει τα περήφανα κυπαρίσσια. Γλιτώνουν για λίγο τα χαμόδεντρα. Γι’ αυτό προλαβαίνω εγώ να πω δυο λόγια γι’ αυτόν.
Μια μέρα μου χάρισε ένα από τα ποιήματά του, γραμμένο χειρόγραφα και με προσωπική αφιέρωση. Το φύλαξα μ’ αγάπη και το παραθέτω:
ΠΡΟΚΛΗΣΗ
Μάζεψαν τη μέρα
σφιχτά
μέσα στις φούχτες τους
Αλατόνερο
Αίμα πηγμένο
Αναστεναγμοί
και μια χαρά
Το κασκέτο
καβαλάρης στο κεφάλι τους
έκλεψε μια λουρίδα
ήλιο
και τη μούσκεψε στο λάδι τους
Πρόβαλλαν
Στήθια ζεστά
όλο πρόκληση
σαγηνεύοντας
τα χάδια της νύχτας
Καθώς τ’ αστέρια
κεντούσαν τον ουρανό
Η δύση
καβάλα στο δικό της άνεμο
έμπηγε τα φιλιά της
βαθειά
μέσα στις σάρκες τους
Μ’ αγάπη
Βαγγέλης
2.8.’70
Αλέκος Παναγούλης
Δύσκολο. Πολύ δύσκολο να μιλήσεις για τον Αλέκο. Έναν άνθρωπο που «έφυγε» τόσο σύντομα κι ανεπάντεχα από κοντά μας και που μόνο η αναφορά του ονόματός του προκαλεί –και δικαίως– σε χιλιάδες πατριώτες μας ρίγη συγκίνησης και παραδοχής. Πράγματι ο Αλέκος ήταν φτιαγμένος από ειδικό μέταλλο αντοχής, πείσματος και στοχοπροσήλωσης. Μόνο αν ιδωθεί με το βλέμμα της ειδικής περίπτωσης θα μπορέσουν να ερμηνευτούν οι πράξεις του.
Προφανώς δεν έχω τη φιλοδοξία να περιγράψω τον άνθρωπο. Υπάρχουν γύρω μας ικανότεροι κι αρμοδιότεροι για κάτι τέτοιο. Απλώς, επειδή στην πορεία της ζωής μου έτυχε να συναντηθούν δυο τρεις φορές οι δρόμοι μας, θα δώσω στο μελλοντικό βιογράφο μερικά ψιχία προσωπικών μου συμβάντων και γνώσεων στα οποία πρωταγωνίστησε ο Αλέκος, έναν ρόλο που αυτοδικαίως πάντοτε κατακτούσε. Τέλος να πω μια γνώμη για τον πρόωρο θάνατό του.
Το όνομά του το πρωτοάκουσα σε επεισόδιο σε ένα κατάστημα ηλεκτρικών ειδών ακριβώς απέναντι από το πολυτεχνείο, όπου σπούδαζε. Τον είχε «συλλάβει» η Αστυνομία για απόπειρα κλοπής. Προφανώς η κατηγορία αποσύρθηκε την άλλη μέρα, αλλά η απορία που μου δημιουργήθηκε ξεκαθαρίστηκε από τον ίδιο όταν συναντηθήκαμε από κοντά. Είχε καταναλώσει αρκετά ποτά και περηφανεύτηκε στην υπόλοιπη παρέα ότι μπορεί να μπει στο μαγαζί από τη γυάλινη βιτρίνα. Και το έκανε με κάποιους μικροτραυματισμούς.
Ασχολούνταν με τον φοιτητικό συνδικαλισμό και αυτό αποτέλεσε την αφορμή της γνωριμίας μας. Έτσι όταν βρεθήκαμε τυχαία νεοσύλλεκτοι τον Ιανουάριο του 1966 στην Κόρινθο ανανεώσαμε τη γνωριμία μας
Στην πρώτη έξοδό μου στην πόλη της Κορίνθου με τη δίωρη, ως παρέα είχα τον Αλέκο. Θυμάμαι την αρνητική εντύπωση που έχει μείνει μέσα μου –και δεν θα διστάσω να το πω– για την αγοραία συμπεριφορά της τοπικής κοινωνίας, που αντιμετώπιζε τους στρατιώτες με ιδιαίτερη εκμετάλλευση στις τιμές, την ποιότητα των αγαθών και τη υποτιμητική τους συμπεριφορά. Καθίσαμε σ’ ένα από τα κεντρικά καφενεία της πόλης και ήπιαμε δυο καραφάκια ούζο με δείγμα «μεζέ». Καμιά σχέση με τα τσιπουράδικα της ιδιαίτερης πατρίδας μου.
Εγώ ανήσυχος κοίταζα συνεχώς το ρολόι μου για να επιστρέψω έγκαιρα στο στρατόπεδο. Παρά τις εκκλήσεις μου να φύγουμε εγκαίρως, ο Αλέκος παρέμενε άνετος. Έτσι αναγκάστηκα να τον αφήσω και να φύγω μόνος μου. Ευτυχώς ήμουν πίσω στην ώρα μου. Μέχρι το σιωπητήριο ο Αλέκος δεν είχε εμφανιστεί. Έπεσα στο κρεβάτι αλλά με την ανησυχία ζωντανή μέσα μου. Γύρω στις δώδεκα τη νύχτα όλοι στο θάλαμο ξυπνήσαμε από έντονους θορύβους, σπάσιμο τζαμιών και δυνατές φωνές. Ο Αλέκος γύρισε πίσω αλλά είχε καταναλώσει κι άλλα ποτά και ήταν εκτός ελέγχου. Έσπασε όλα τα τζάμια του λόχου και χρειάστηκαν τρεις-τέσσερις άλλοι να τον κάνουν ζάφτι.
Στην πρωινή αναφορά ήμουν σίγουρος ότι τα νυχτερινά γεγονότα θα ήταν το κύριο θέμα. Έπεσα από τα σύννεφα όταν δεν έγινε καμιά συζήτηση για το θέμα. Μετά από δυο μέρες μου το εξήγησε ο ίδιος ο Αλέκος. Προερχόμενος από στρατιωτική οικογένεια –πατέρας κι αδελφός– ήταν οικογενειακός φίλος με το διοικητή του στρατοπέδου και το θέμα σκεπάστηκε με την πληρωμή των ζημιών που υπήρξαν.
Μετά την Κόρινθο χώρισαν οι δρόμοι μας, αλλά κι αυτός είχε την τύχη των χαρακτηρισμένων και υπηρετούσε σε μονάδα του Έβρου.
Παραθέτω απόσπασμα από το βιβλίο μου Κι όμως ήταν όμορφα… (Αναφέρομαι στο 1968, όταν και εγώ κινούμαι στη σκιά, ενώ ο Αλέκος, έχοντας «λιποτακτήσει» από το στρατό, οργανώνει την απόπειρα στον τύραννο Γ. Παπαδόπουλο):
«…Μέρες παρανομίας, μέρες ερημιάς. Αναζητάς ένα αποκούμπι. Ξεπεσμένοι Δον Κιχώτες ενώ η ζωή συνεχίζεται. Ψάχνεις έναν άνθρωπο συντονισμένο μαζί σου. Στους γνωστούς προκαλείς αμηχανία ώς και φόβο. Δεν τους πλησιάζεις πια.
–Μια είδηση… μια είδηση! Έλεος πια!
Οι εφημερίδες την άλλη μέρα γεμάτες με το γεγονός. Πηχυαίοι τίτλοι:
«Ο Θεός της Ελλάδος», «Απόπειρα δολοφονίας κατά του πρωθυπουργού», «Συνελήφθη ο λιποτάκτης υπολοχαγός Γεώργιος Παναγούλης» και από κάτω γυμνός με το πρόσωπο τεντωμένο ο Αλέκος.
Μου έρχεται να βάλω τις φωνές.
–Εεε!! δεν είναι ο Γιώργος. Κάνετε λάθος. Όμως σωπαίνω και κλείνομαι ξαναμμένος στο δωμάτιο…»
Αλέκο, σε θυμάμαι σαν σήμερα στο στρατόπεδο Μ. Αλεξάνδρου στην Αλεξανδρούπολη. Είχαμε χωρίσει στην Κόρινθο. Μπήκες σαν σίφουνας οδηγώντας το φορτηγό των τριών τετάρτων από την πύλη χωρίς στάση. Ο αλφαμίτης σε κυνηγούσε με τα πόδια μέχρι το διοικητήριο. Το μόνο που έκανε ήταν να τρώει τη σκόνη που σήκωνες. Όταν με ζήτησες, εγώ ήμουν ημερήσιος σκοπός στο διπλανό όρχο, έγινε συναγερμός! Εσύ ήρεμος, αποφασιστικός, έδινες την εντύπωση πως έχεις τους άσους κρυμμένους στο μανίκι σου. Και τους αφόπλιζες. Μέχρι που έστειλαν άνθρωπο να με αντικαταστήσει! Πόσο το ευχαριστήθηκα τότε!! Όλοι γύρω στα παράθυρα μας κοίταζαν. Και εσύ ορμητικός και παραστατικός μου έλεγες τα νέα σου. Χαλάλι ό,τι άκουσα μετά. Ήσουν ένας άνθρωπος που μίλησα κι αυτό μου έλειπε τόσο!
Που είσαι Αλέκο τώρα; Ποιες μηχανές πολτοποιούν το κορμί σου; Ανατριχίλα! Σε σκέφτομαι, αλλά σκέφτομαι και τον εαυτό μου…
Μετά τη μεταπολίτευση οι δρόμοι μας συναντήθηκαν μια φορά και για λίγο. Σε μια εκδήλωση δώσαμε τα χέρια, είπαμε ένα γεια μόνο, γιατί ανέβαινε στο μικρόφωνο να μιλήσει. Από την τηλεόραση έμαθα το τραγικό του τέλος
Σε αυτές τις ευκαιρίες μού ανέφερε απόψεις κι ιστορίες για γυναίκες και την πολιτική. Ήταν δύσκολος χαρακτήρας. Θα τολμήσω να πω μια αιρετική άποψη. Ίσως ο πρόωρος χαμός του να ήταν γι’ αυτόν μια λύτρωση. Με το χαρακτήρα και τη ψυχοσύνθεσή του δεν θα άντεχε τις εξελίξεις που υπήρξαν μετά το θάνατό του. Γι’ αυτόν πάει γάντι ο τίτλος του Χρόνη Μίσσιου «Καλά, εσύ έφυγες νωρίς»…