ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΑΘΗΝΩΝ 1943–1945
Έρευνα, εισαγωγή, σχολιασμός: Ζήσιμος Χ. Συνοδινός
Αθήνα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 2014
395 σελ. με 70 α/μ εικόνες
ISBN 978–960-250–596-0
Το Ημερολόγιον Συμβάντων είναι ένα μικρό ημιεπίσημο «κατάστιχο» του Κεντρικού Καταστήματος της Τράπεζας Αθηνών, που καλύπτει το χρονικό διάστημα από 2 Απριλίου 1943 μέχρι 12 Δεκεμβρίου 1947. Το τετράδιο αυτό, που ανακαλύφθηκε πρόσφατα σε φωριαμό του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης, αποτελεί αξιόλογο ντοκουμέντο της εποχής του για όσα διαδραματίζονται στον χώρο των τραπεζών, αφού αναφέρεται στα πιο κρίσιμα και τόσο πυκνά σε γεγονότα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Ο άγνωστος συντάκτης του, όπως ακριβώς οι παλαιοί χρονικογράφοι, καταχωρίζει με λιτό αλλά συστηματικό τρόπο, με αυστηρή υπηρεσιακή, ψυχρή, θα λέγαμε, λογική, χωρίς ιδιαίτερους σχολιασμούς, συναισθηματισμούς ή κριτική διάθεση, όσα γεγονότα θεωρεί σπουδαία στη λειτουργία του Κεντρικού Καταστήματος της Τράπεζας Αθηνών, στη ζωή και τη δράση του προσωπικού της: νέες εργασίες, ενέργειες της διοίκησης, εορτασμούς εθνικών επετείων, κοινωνικές εκδηλώσεις κ.λπ.Κυρίως όμως αφηγείται, και αυτό είναι το σημαντικότερο, τις κινητοποιήσεις και τους αγώνες του προσωπικού για την επιβίωση, τις σκληρές συνθήκες ζωής και την καταπίεση που υφίστατο από τους ξένους κατακτητές και τους ντόπιους συνεργάτες τους, τις συλλήψεις και απολύσεις από τις φυλακές των δραστήριων αντιστασιακών στελεχών, το γενικότερο πνεύμα της αντίστασης. Η εισαγωγή που έγραψε ο Ζήσιμος Χ. Συνοδινός εντάσσει τα γεγονότα που καταγράφονται στο Ημερολόγιον στο ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικοοικονομικό τους πλαίσιο. Ο εκτενής σχολιασμός κατά ημερομηνία εγγραφής διευρύνει την πληροφόρηση που δίνουν οι λιτές καταγραφές του Ημερολογίου, παρέχοντας περισσότερα ιστορικά στοιχεία από αρχειακές πηγές. Η πληροφόρηση διανθίζεται και με αποσπάσματα από εκδομένα ημερολόγια και μαρτυρίες που αποδίδουν ανάγλυφα το κλίμα της εποχής.
Ο Ζήσιμος Χ. Συνοδινός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1958 και σπούδασε νομικά και ιστορία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα για πάνω από 35 χρόνια (1978–2013), τα περισσότερα στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας (ΙΑ/ΕΤΕ) ως ανώτερο στέλεχος. Έχει ασχοληθεί με την οργάνωση και επεξεργασία αρχείων –κυρίως ιδιωτικών, πολιτικών, τραπεζικών, επιχειρήσεων– και με θέματα νεοελληνικής φιλολογίας, ιστορίας και αρχειονομίας. Συνεργάτης επιστημονικών και φιλολογικών περιοδικών, έχει δημοσιεύσει αυτοτελείς εργασίες και άρθρα σε διάφορα έντυπα (Περίπλους, Καθημερινή, Ελευθεροτυπία, Επτανησιακά Φύλλα, Αρχειακά Νέα, Μανδραγόρας, Ιστορία Εικονογραφημένη, Πολιτιστική του ΣΥΕΤΕ κ.ά.), καθώς και κείμενά του σε εκδόσεις της Εθνικής Τράπεζας, του ΙΑ/ΕΤΕ, της Εταιρείας Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας (ΕΜΙΑΝ), της οποίας είναι γραμματέας, και της Ελληνικής Αρχειακής Εταιρείας, της οποίας έχει χρηματίσει και πρόεδρος.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΤΟΥ ΖΗΣΙΜΟΥ Χ. ΣΥΝΟΔΙΝΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ…, σ. 34–38.
3. Το τραπεζοϋπαλληλικό συνδικαλιστικό κίνημα [στην Κατοχή]
Το συνδικαλιστικό και γενικότερα το εργατικό κίνημα στην Κατοχή αποτέλεσε βασικό κορμό της εθνικής αντίστασης του ελληνικού λαού απέναντι στον κατακτητή. Δυναμικό τμήμα του αναδείχθηκε τότε το τραπεζοϋπαλληλικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Σε έναν επαγγελματικό κλάδο με παράδοση και κοινωνική συνοχή όπως οι τραπεζοϋπάλληλοι, το συνδικαλιστικό τοπίο εμφανίζεται αρκετά σύνθετο την περίοδο της Κατοχής. Κατ’ αρχήν στις μεγάλες τράπεζες οι εργαζόμενοι εκπροσωπούνταν από τα επιμέρους σωματεία τους με τους συλλόγους των υπαλλήλων επικεφαλής: Στην Εθνική ο Σύλλογος Υπαλλήλων Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος (ΣΥΕΤΕ, ιδρύθηκε το 1917), στην Ελλάδος ο αντίστοιχος ΣΥΤΕ (ίδρ. 1929), στην Αγροτική ο Σύλλογος Υπαλλήλων Αγροτικής Τραπέζης της Ελλάδος (ΣΥΑΤΕ, ίδρ. 1932) και στην Αθηνών ο Σύλλογος Υπαλλήλων Τραπέζης Αθηνών (ΣΥΤΑ, ίδρ. 1934). Επίσης, το βοηθητικό προσωπικό (εισπράκτορες και κλητήρες) των τραπεζών Εθνικής και Αγροτικής εκπροσωπούνταν από τους δικούς του συλλόγους, ενώ ένα ποσοστό από το προσωπικό των υπόλοιπων τραπεζών στις οποίες δεν είχαν συσταθεί συνδικάτα εργαζομένων (Εμπορική, Ιονική, Λαϊκή, Χίου, Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως, Θεσσαλονίκης, Καραβασίλη, Πειραιώς, Λακωνίας, Βρετανογαλλική, Ιταλοελληνική κ.ά.) συσπειρωνόταν κυρίως στον Εθνικό Παντραπεζικό Σύλλογο, ο οποίος είχε ιδρυθεί στην Αθήνα το 1937.
Από την εποχή της βασιλομεταξικής δικτατορίας, μερικά συνδικάτα των τραπεζοϋπαλλήλων συμμετείχαν και στο ανώτατο επίπεδο εργατικής οργάνωσης, στη Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος (ΓΣΕΕ), που ονομαζόταν τότε «Εθνική» (ΕΓΣΕΕ) και ελεγχόταν πλήρως από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Από τις πρώτες όμως μέρες της Κατοχής αμφισβητήθηκε το κύρος της, και στις 16 Ιουλίου του 1941, δύο μήνες περίπου πριν από τη συγκρότηση του ΕΑΜ, σοσιαλιστές, κομουνιστές και ρεφορμιστές συνδικαλιστές ίδρυσαν το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ) στο οποίο συσπειρώθηκαν τα πιο δυναμικά συνδικαλιστικά στοιχεία από πολλούς εργασιακούς χώρους. Το ΕΕΑΜ στην πορεία εντάχθηκε στο ΕΑΜ, και απέκτησε πανελλαδικό χαρακτήρα, σφραγίζοντας με την παρουσία του όλους τους σκληρούς αγώνες των εργαζομένων στην Κατοχή.
Μετά τη μεγάλη πείνα του χειμώνα 1941–1942, την πληβειοποίηση των περισσότερων υπαλλήλων, την εμφάνιση της Αντίστασης και την πύκνωση των εργατοϋπαλληλικών κινητοποιήσεων για τη διασφάλιση του μισθού από τον υπερπληθωρισμό, συντελούνται σε όλο το κοινωνικό φάσμα των εργαζομένων στις τράπεζες, όπως και στα λοιπά μεσαία στρώματα που είδαν το εισόδημά τους να αφανίζεται, εντυπωσιακές μετατοπίσεις προς πιο ριζοσπαστικές θέσεις, φαινόμενο το οποίο οι ιστορικοί ονόμασαν «αντιστασιακό ριζοσπαστισμό».
Παρατηρείται αυξημένη κινητικότητα στους συλλόγους προσωπικού, οι περισσότεροι από τους οποίους μέχρι τότε λειτουργούσαν ξεκομμένοι από το υπόλοιπο εργατικό κίνημα ως μηχανισμοί επίλυσης μισθολογικών ζητημάτων ή λέσχες επιμορφωτικών και κοινωνικών εκδηλώσεων. Εξωστρέφεια, αλλαγή νοοτροπίας, αμφισβήτηση παγιωμένων απόψεων περί υπηρεσιακής ιεραρχίας και ενεργή συμμετοχή κατηγοριών προσωπικού και κοινωνικών ομάδων σχεδόν αποκλεισμένων μέχρι τότε από τη συνδικαλιστική πρακτική όπως οι κλητήρες και οι εισπράκτορες, οι γυναίκες και οι νέοι. Στα μέσα περίπου του 1942 είχαν συντελεστεί αλλαγές στους περισσότερους συλλόγους, αφού στα διοικητικά συμβούλια και τις επιτροπές τους είχαν εκλεγεί νέοι, σχετικά χαμηλόβαθμοι δραστήριοι υπάλληλοι, αρκετοί από τους οποίους ήταν μέλη ή συμπαθούντες του Εργατικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων.
Μέσα σε αυτό πνεύμα καταβλήθηκε προσπάθεια για ενότητα σε δευτεροβάθμιο επίπεδο. Στις 8 Ιουνίου 1942 οι τρεις μεγάλοι σύλλογοι των υπαλλήλων των τραπεζών Εθνικής, Ελλάδος και Αγροτικής ίδρυσαν την Επιτροπή Συνεργασίας Τραπεζικών (ή Τραπεζοϋπαλληλικών) Οργανώσεων (ΕΣΤΟ), στην οποία τον επόμενο μήνα προσχώρησαν ο ΣΥΤΑ, ο Εθνικός Παντραπεζικός και τα υφιστάμενα σωματεία των εισπρακτόρων-κλητήρων της ΕΤΕ και της Αγροτικής. Λίγο αργότερα προστέθηκαν και οι επαρχιακές ενώσεις του κλάδου στη Θεσσαλονίκη, στον Βόλο και στη Φλώρινα. Επιτεύχθηκε έτσι για πρώτη φορά η ενιαία έκφραση του τραπεζικού συνδικαλιστικού κινήματος με ποιοτικά διεκδικητικά χαρακτηριστικά, που είχε κεντρικό άξονα το επισιτιστικό και την επιβίωση. Σύντομα η ΕΣΤΟ, η οποία, κατά συνδικαλιστική έκφραση της εποχής, «ηύρηνε τους επαγγελματικούς ορίζοντας και έθεσεν τέρμα εις την στείραν εποχήν της απομονώσεως και του αυτοθαυμασμού», στελεχώθηκε με δυναμικά στοιχεία του εαμικού κινήματος και, στην αρχή με διαβήματα, υπομνήματα και παραστάσεις σε τραπεζίτες, υπουργούς και λοιπούς κυβερνητικούς παράγοντες, αργότερα με πιο δυναμικές μορφές αγώνα, προέβαλε πιεστικά τα προβλήματα των εργαζομένων στις τράπεζες με πνεύμα ισότητας και δικαιοσύνης, επισημαίνοντας ότι οι τραπεζοϋπάλληλοι δεν επιδίωκαν «να ζήσουν αυτοί διαφορετικώς και εις βάρος του Ελληνικού Λαού», αλλά να εξασφαλίσουν «τα ελάχιστα μέσα συντηρήσεως ώστε να επιζήσουν, και αυτοί και αι οικογένειαί των, των δυσκόλων ημερών αι οποίαι μας αναμένουν ακόμη».
Μέχρι την απελευθέρωση η ΕΣΤΟ διαχειρίστηκε με επιτυχία τις μεγάλες απεργίες του κλάδου, συμμετέχοντας παράλληλα και στις γενικότερες κινητοποιήσεις των εργαζομένων και του λαού της Αθήνας εναντίον της πολιτικής επιστράτευσης, της βουλγαρικής επέκτασης στην Κεντρική Μακεδονία, των εκτελέσεων και της τρομοκρατίας των κατακτητών και των κατοχικών τους συνεργατών, των μπλόκων και της ομηρίας, της δολοφονικής δράσης των Ταγμάτων Ασφαλείας κ.ά. Δημοκρατικό, αντιφασιστικό, ανανεωτικό, διεκδικητικό πνεύμα, λοιπόν, συνεργασία με το υπόλοιπο εργατικό κίνημα, αλληλεγγύη, πατριωτική δράση. Η αντίσταση αυτή υπήρξε αναντίρρητα η λαμπρότερη στιγμή του ελληνικού τραπεζοϋπαλληλικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Μετά τα Δεκεμβριανά, με τις συχνές παρεμβάσεις του κράτους και των ξένων στο ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα, που είχαν ως αποτέλεσμα την πόλωση και τη διάσπασή του, θα ατονήσει ο ρόλος της ΕΣΤΟ. Έτσι, τον Αύγουστο του 1945 θα υποκατασταθεί από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων (ΟΕΤΟ, 1945–1953) την οποία ίδρυσαν οι σύλλογοι των τραπεζών Εθνικής, Ελλάδος, Αγροτικής, Αθηνών, Εμπορικής (ίδρ. 1945) και τα σωματεία βοηθητικού προσωπικού των τραπεζών Εθνικής, Ελλάδος, Κτηματικής και Αγροτικής. Για περίπου μια δεκαετία θα επικρατούν τα δεξιά στοιχεία σε όλο το φάσμα των τραπεζοϋπαλληλικών οργανώσεων εκτός από τον Παντραπεζικό. Το όραμα για μια ενιαία συνδικαλιστική έκφραση των τραπεζοϋπαλλήλων στη βάση των αρχών που έθεσε η ΕΣΤΟ δεν θα επιτευχθεί ούτε το 1950 με την ίδρυση της Ομοσπονδίας Υπαλλήλων Ελληνικών Τραπεζών (ΟΥΕΤ), μιας πρωτοβουλίας του Παντραπεζικού και του Συνδέσμου Υπαλλήλων Θεσσαλονίκης από κοινού με τους συλλόγους των υπαλλήλων των τραπεζών Αθηνών, Εμπορικής, Ιονικής και Λαϊκής, παρά μόνο το 1955 με την ίδρυση της Ομοσπονδίας Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος (ΟΤΟΕ).
Επανερχόμενοι στην Κατοχή, πρέπει να προσθέσουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος της συνδικαλιστικής διεκδίκησης μέσα στις τράπεζες αφορούσε το μείζον ζήτημα της επιβίωσης των υπαλλήλων και των οικογενειών τους μέσω της συμμετοχής τους στη λειτουργία, τη διαχείριση, το περιεχόμενο και τον έλεγχο των επισιτιστικών προγραμμάτων. Άλλωστε είχε γίνει συνήθεια μέσα στην Κατοχή οι εργαζόμενοι να εισπράττουν μέρος του μισθού τους σε είδος, συνήθως τρόφιμα. Σε αυτή την κατεύθυνση, στο πλαίσιο μιας πρωτόγνωρης αυτοοργάνωσης και παράλληλα με τα θεσμοθετημένα συσσίτια, επιτροπές και σύλλογοι των εργαζομένων, με καθοριστικό το ρόλο της εαμικής μετωπικής οργάνωσης Εθνική Αλληλεγγύη, πρωτοστάτησαν στην ίδρυση και τη στήριξη προμηθευτικών και καταναλωτικών συνεταιρισμών των υπαλλήλων, οι οποίοι με την οικονομική ενίσχυση των τραπεζών εξασφάλιζαν τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης για να τα διαθέσουν στους εργαζόμενους συνεταίρους. Τέτοιοι προμηθευτικοί, καταναλωτικοί και πιστωτικοί συνεταιρισμοί σχηματίστηκαν τότε σε όλες σχεδόν τις τράπεζες μέσα στο κλίμα της γενικής ένδειας, αλλά και της αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας που προωθούσε το εαμικό κίνημα. Το 1943, μάλιστα, είχε συγκροτηθεί και δευτεροβάθμιο όργανο, η Ένωσις Συνεταιρισμών Τραπεζιτικών Υπαλλήλων, η οποία με τη σειρά της συμμετείχε σε ευρύτερα σχήματα συλλογικής δράσης όπως ήταν οι Επιτροπές Συνεργαζομένων Συνεταιρισμών Καταναλώσεως. Έτσι, ο αγώνας για την επιβίωση μετεξελίχθηκε ουσιαστικά σε αντιστασιακό κίνημα κατά των αρχών κατοχής και των συνεργατών τους.