ΚΩΣΤΗΣ ΧΡΟΝΑΚΗΣ, Ο ποιητής Στέφανος Στεφάνου

ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΗ ΧΡΟΝΑΚΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

 

Με αφορμή την εκδήλωση τιμής που ετοίμασε η ΕΜΙΑΝ για τον αξέχαστο και μοναδικό Στέφανο Στεφάνου, λάβαμε επιστολή από τον Βόλο, από τον αγαπητό του φίλο Κωστή Χρονάκη, ο οποίος μας αποκαλύπτει στοιχεία από μια άλλη, σχετικά άγνωστη, πτυχή των πνευματικών του αναζητήσεων, την ενασχόλησή του με την ποίηση στα σκληρά χρόνια της εξορίας.  

Γράφει λοιπόν ο Κωστής:

… στέλνω δύο ποιήματά του, ανέκδοτα απ’ όσο ξέρω, που τα έχω στην κατοχή μου, μαζί με άλλα –τότε ημιπαράνομα– άλλων ποιητών, Ελλήνων και ξένων, από τις 21-5-1961, χειρόγραφα σ’ ένα φροντισμένο τετραδιάκι.

Ίσως έχετε κι εσείς «Το τραγούδι του Πίκουλα» και το «Ένα μήνυμα». Σε κάθε περίπτωση νομίζω ότι αξίζει μια αναφορά σ’ αυτήν την πτυχή δραστηριότητας του Στέφανου.

Κυρίως επειδή, κατά την άποψή μου, συνδέεται με την όλη στάση ζωής και το είδος της Αριστεροσύνης του. Που, όπως τον γνώρισα και όπως τον διάβασα, μπορούν να περιγραφούν συνοπτικά με τρεις λέξεις: Ευαισθησία, δοτικότητα, αποφασιστικότητα, αλλά και με δύο παλιά αποφθέγματα: Το Καρτεσιανό «Αμφιβάλλω για όλα» καθώς και το Τερεντιανό «Τίποτε το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο», το δεύτερο ως δηλωτικό κατανόησης και ερμηνευτικής προσπάθειας.

 

 ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΙΚΟΥΛΑ

 

Είν’ ένα όριο…

Όταν απλώνει η δύση τους μπαξέδες της

−δάσος πολύχρωμες σημαίες

Μενεξελιές σημαίες, τριανταφυλλιές, γαρουφαλένιες

θέλεις ν’ αδράξεις με τις χούφτες σου τα χρώματα

θέλεις ν’ αφήσεις την καρδιά σου να περάσει

                                                τα χρώματα

Κι είναι τα κάγκελα που ψαλιδίζουν αδυσώπητα

τις σημαίες κουρελάκια.

Όταν κινάς για το ταξίδι

με δεμένα χέρια

με λυτά μάτια –μ’ αμολητά φτερά

Όταν κινάς για το ταξίδι –δεν έχει ίσως πίσω,

μάλλον δεν έχει πίσω,

έξη ντουφέκια  «επί σκοπόν»

Και λές

«αγαπημένη αύριο…»

όπως θα ’λεγες

«θα ποτίσουμε το καλαμπόκι».

Είν’ ένα όριο.

Όταν ξεσκίζεις την ποδιά της μάνας σου

γιομάτη χοντρό σκουρόξανθο στάρι

–θα περιμένουν αύριο τα περιστέρια στην αυλή

τ’ άσπρα περιστέρια

θα περιμένουν…

Είν’ ένα όριο –λένε

το «δυνατόν»

το «εφικτόν»

το ανθρώπινο –λένε

 

Όταν πρέπει ν’ ακούσεις το στερνό πλευρό σου

να σπάει σαν ξερό κλαδάκι λεύκας

Όταν πρέπει να πνίξεις μες στα δάχτυλά σου

τα λουλούδια, τις αγάπες, τις πίκρες

είν’ ένα όριο –λένε.

 

Ο Πίκουλας –ο μάγερας

δεν είχε το μπόι του μεγάλου βουνού

που ισκιώνει τη φυλακή μας δυο ώρες πριν

                                    το ηλιοβασίλεμα.

Φόραγε τον άσπρο σκούφο του στραβά

φόραγε τη χαρά –τ’ άσπρο πουλί– ανάμεσα

                                                στα μάτια,

γιόμιζε το προαύλιο χαράματα τραγούδια.

Κελαηδάει, ο Πίκουλας,

κελαηδάει η Ελπίδα.

Η φασουλάδα θα ’ναι νόστιμη

κι ας δεν έχει λάδι

κι ας δεν έχει νερό.

 

Σήμερα

τ’ όνομά του

ακούστηκε στον κατάλογο.

Κι ο άσπρος σκούφος –πιο άσπρος σήμερα

και τ’ άσπρο πουλί –η χαρά

ακούτε, η χαρά

ανάμεσα στα μάτια του,

κελαηδάει, ο Πίκουλας,

κελαηδάει η Ελπίδα,

μας χαιρέτησε όλους.

«Να μη στενοχωριέστε, σύντροφοι.

η φασουλάδα θα ’ναι νόστιμη, σήμερα,

να φάνε τα παιδιά

να φάν’ οι ανθρώποι.»

 

Η δύση απλώνει τους μπαξέδες της

κι είναι τα κάγκελα που ψαλιδίζουν

                        τις σημαίες κουρελάκια,

το καλαμπόκι απότιστο,

η ποδιά της μάνας άδεια.

Μα το τραγούδι του Πίκουλα δεν έχει σύνορα.

 

Όποιος λέει:

«Είν’ ένα όριο…»

δε γνώρισε τον Πίκουλα,

δε γνώρισε τ’ άσπρο πουλί –τη χαρά

τη χαρά και την ελπίδα

ανάμεσα στα μάτια μας,

Τα κάγκελα συντρίμμια

Θάλασσα το καλαμπόκι

κι οι ποδιές γιομάτες στάρι και λουλούδια

                                                κι αγάπη

Ανθρώποι

Η θυσία δεν έχει όρια

–τόπε ο Πίκουλας

Σήμερα!

 

 Αύγουστος 1955

 Σ. Σ.

 

 

 

 ΕΝΑ ΜΗΝΥΜΑ

 

Απόψε δεν έχω ώρα για σερενάτα.

Ήρθα

καβάλα σε μιαν αστραπή

–η έξαρση αυλακώνει τον ουρανό του

                                                στρατοπέδου

Με ποτάμια φώς, απόψε!

Ντυμένος τη σταχτιά τρίχινη κάπα

                                    της πίστης μας

δίχως κράνος, με ξέσκεπο το πρόσωπο

καρσί στο χιονοβόρι –καρσί στο λίβα

ήρθα πετώντας στ’ άσπρα φτερά της σκέψης μας

π’ αγκάλιασε όλο τον πόνο της γης

Απόψε!

Μάθε, έφτασε η αράδα μας

να πορευτούμε το Μεγάλο Δρόμο.

Ψέματα σού ’παν στο μάθημα της Γεωγραφίας

πώς το Μακρόνησο δεν έχει παρά κατσικόδρομους.

Ετούτ’ είναι μιαν άσπρη λεωφόρο

όμοια με το Γαλαξία

κι αράζει στο φαρδύ μαρμάρινο αλώνι

της χαράδρας.

Χίλιοι και χίλιοι κι άλλοι χίλιοι Διγενήδες

πατήσανε το Χάροντα στο στήθος

κι ανθίζει κόκκιν’ η πλακόστρωση.

Χίλια γαρούφαλα, χίλια ματωμένα

                                       αμπέχωνα.

Δεν έχω καιρό απόψε για τραγούδια,

ήρθα μονάχα να σου πω:

Δεν ξέρω τι θα γίνει, δεν ξέρω τι θα μπορέσω

μα ξέρω πως θέλω να στήσω ένα γιοφύρι

–το κορμί μου–

στη Χαράδρα.

Ξέρω πως θέλω να περάσω στους ανθρώπους

για να μπορώ να χαμογελώ στον ήλιο

να μιλώ, αγάπη, χωρίς ντροπή

στους μπλάβους ουρανούς τω ματιών σου.

Μακάρι

ν’ αξιωθώ αύριο να σου στείλω

βαμμένο με το μπρούσκο κρασί της νιότης μου

σ’ ένα κουρέλι  πουκάμισου

ένα φίλημα –ένα μήνυμα

«Ν ι κ ή σ α μ ε!»

 

 Σεπτέμβρης  του 53

 Σ. Σ.    

 

Υ.Γ. ΤΗΣ ΕΜΙΑΝ

Από μαρτυρίες του ίδιου του Στέφανου Στεφάνου γνωρίζουμε ότι συμμετείχε σε πλήθος πολιτιστικών δράσεων στις φυλακές και τις εξορίες του, κυρίως στον Άη Στράτη. Εκτός από το χορό, το τραγούδι, το θέατρο, τη σάτιρα, την επιθεώρηση κ.ά., ο ίδιος είχε γράψει «στιχουργήματα» που μελοποιήθηκαν, θεατρικά μονόπρακτα, σατιρικά σκετς και παρλάτες που παίχτηκαν από τους συντρόφους του, αλλά και ποιήματα («στιχοπλοκήματα» τα ονομάζει). Δυστυχώς, δεν σώθηκε από αυτά σχεδόν τίποτα και για το λόγο αυτό έχουν σημασία τα ποιήματα που μας καταθέτει σήμερα ο Κωστής Χρονάκης. Στη βιογραφία του ο Στέφανος αναφέρει στίχους που θυμάται μόνον από το ποίημά του «Πασχαλιά», μελοποιημένο από τον Νίκο Μάργαρη, συμπληρώνοντας, λίγο παρακάτω, με σεμνότητα: «Συγκρίνοντας τα πονήματά μου με τα γραφτά συνομηλίκων μου, διαπίστωσα ότι δεν κάνω για τη “μεγάλη τέχνη”. Μέτρησα το μπόι μου και διάλεξα έναν πιο μετριόφρονα δρόμο: Προτίμησα την “αγωγή ψυχής” (ορθότερα, για την περίπτωση, την “ψυχαγωγία”· μια δουλειά όπως οι άλλες στρατοπεδικές υπηρεσίες. Θα έλεγα μάλιστα ότι σ’ αυτές τις τελευταίες διακρίθηκα ως καλύτερος “καλλιτέχνης”!» (Βλ. Στέφανος Στεφάνου, Ένας απ’ τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς 1941–1971,… εκδ. Θεμέλιο 2013, σ. 290–302).