ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΙΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟ ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΟΜΙΛΙΑ ΕΦΗΣ ΑΒΔΕΛΑ

Έφη Αβδελά

Επιμελητής βιβλίων με την πλήρη σημασία του όρου

 Ο Στέφανος έγινε διορθωτής από ανάγκη, αλλά κορυφαίος επιμελητής επιστημονικών κειμένων από αγάπη. Και για τα δύο έχει μιλήσει ο ίδιος αρκετές φορές. Η ανάγκη ήταν επιτακτική όταν απολύθηκε το Φλεβάρη του 1971. Η Παγώνα και η Κατερίνα είχαν περάσει δύσκολα στα τέσσερα χρόνια που η Χούντα τον έστειλε εξορία. Ο σύντροφος και φίλος του Δήμος Μαυρομάτης, συνεργάτης στις εκδόσεις Παπαζήση, του έδωσε τότε να διορθώσει το πρώτο του βιβλίο, την Πολιτική Ανθρωπολογία του Ζορζ Μπαλαντιέ, ένα από τα πρώτα ανθρωπολογικά βιβλία που κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα. Δεν σταμάτησε ποτέ να διορθώνει. Εκατοντάδες σημαντικά επιστημονικά βιβλία πέρασαν από τα χέρια του, μεταφράσεις και πρωτότυπες μελέτες.

Η αγάπη για τη γλώσσα, τις λέξεις, το έντυπο ήταν παλαιότερη. Ήρθε από το σπίτι, από τη βιβλιοθήκη του παππού, τα περιοδικά του πατέρα, τη λαλιά της γιαγιάς. Το λέει κι ο ίδιος: «… από μικρός είχα ένα σχεδόν πάθος με τις λέξεις, την ακριβή διατύπωση και το αισθητικό κάλλος του λόγου». Μαθητής στην Κατοχή, έγραφε δελτάρια με στοιχεία από τις παράνομες ραδιοφωνικές λήψεις, αλλά και προκηρύξεις. Μετά, το 1944, συνεργάστηκε στο πρώτο έντυπο, έμαθε και τα πρώτα στοιχεία τυπογραφίας, την κάσα. Η τυπογραφία ήταν η υλική όψη της αγάπης του για τις λέξεις, τη γλώσσα και τα έντυπα. Την πρώτη του βιβλιοθήκη την έφτιαξε με τη Ρηνιώ στο σπίτι της, το Παπατσαρουχαίικο. Με τη Ρηνιώ,  την αδελφή του φίλου του Λάκη και της Παγώνας, της γυναίκας του αργότερα, είχε και τις πρώτες φιλολογικές του συζητήσεις. Μιλά ο ίδιος για τα διαβάσματά του στην εξορία, πώς έμαθε μόνος του γαλλικά. Στα ενδιάμεσα χρόνια, «μετεκτοπισμένος» ή σε «άδεια», έστησε μαζί με άλλους περιοδικά και δούλεψε σε εφημερίδες. Αρκετές από τις βιοποριστικές δουλειές του στη δεκαετία του ’60, πριν συλληφθεί από τη Δικτατορία, είχαν να κάνουν με αρχεία και έντυπα, όπως η εργασία του στο αρχείο τύπου της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ ή η συμμετοχή του στη σύνταξη της Γενιάς μας, του περιοδικού της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη Αθήνας. Διάβαζε συνέχεια, όλα του τα χρόνια, ενήμερος πάντα για τις σημαντικές νέες εκδόσεις και όχι μόνο αυτές που είχε επιμεληθεί ο ίδιος.

Σε εφημερίδες και περιοδικά, εκδοτικούς οίκους και ιδρύματα, ο Στέφανος δούλεψε με τις λέξεις σαράντα πέντε χρόνια. Ήταν ένας από τους πολλούς αριστερούς που στράφηκαν στο χώρο του βιβλίου και του εντύπου για να βιοποριστούν, σε μια περίοδο που οι περισσότερες δουλειές ήταν κλειστές για όσους είχαν τη «ρετσινιά» του κομμουνιστή. Εκκρεμεί ακόμη μια ιστορική έρευνα για τη συμβολή των ανθρώπων αυτών στην πνευματική ζωή της χώρας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οι μικροί εκδοτικοί οίκοι, τα περιοδικά, οι τυπογράφοι και οι διορθωτές, οι πλασιέ βιβλίων και οι βιβλιοπώλες: ένας κόσμος ολόκληρος, με μια του όψη σχεδόν κρυφή, με ανθρώπους που κατέφυγαν εκεί επειδή ήταν για χρόνια υπό διωγμό ή περιθωριοποιημένοι κοινωνικά∙ αλλά ένας κόσμος που ανθούσε και ανανεωνόταν, που ακτινοβολούσε ιδέες και πρόσφερε πνευματική τροφή. Αυτός ο κόσμος τροφοδότησε με εκδόσεις, μεταφράσεις και βιβλιοπωλεία διαδοχικές γενιές ανήσυχων νέων ανθρώπων, από τη δεκαετία του ’50 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’70.

Όμως ο Στέφανος ήταν πολύ παραπάνω από διορθωτής. Ήταν επιμελητής, με την πλήρη σημασία του όρου: σχεδίαζε το βιβλίο, έδινε λύσεις σε προβλήματα σελιδοποίησης, χαρακτήριζε πίνακες, λίστες, στίχους, κ.ά., πρότεινε διακριτικά στους συγγραφείς μια αναδιατύπωση εδώ, μια διαφορετική έκφραση εκεί. Το βάσανο ήταν οι παραβολές, κι εκεί η βοήθεια της Παγώνας ήταν πολύτιμη. Αλλά εκείνο που τον κράταγε ήταν η γλώσσα. Τα μυστήριά της τον γοήτευαν, οι μεταμορφώσεις, τα αντιδάνεια, οι πολυσημίες. Του άρεσε να ψάχνει τις λέξεις, θαύμαζε τη διαδρομή τους, την ετυμολογία τους, πώς άλλαζε το νόημά τους. Γέμιζε το στόμα του μ’ αυτές όταν τις μιλούσε, εντυπωσιαζόταν από τις αναπάντεχες συνδέσεις που ανακάλυπτε. Ο Στέφανος αντιμετώπιζε τις λέξεις όπως τους ανθρώπους: με ενδιαφέρον, καλοσυνάτα, ακόμη κι όταν τον ταλαιπωρούσαν. Η αμόρφωτη γιαγιά του, η Παπαδιά, που –όπως έλεγε– κανένα σχολείο δεν της χάλασε τη λαλιά, ήταν το μέτρο της γλωσσικής του ισορροπίας. Στις δικές της εκφράζεις γύριζε όποτε δεν ήταν σίγουρος για μια διατύπωση. Αλλά τη γλώσσα την ήξερε καλά: έμαθε να διαβάζει αρχαία, έμαθε την ιστορία της γλώσσας, μπορούσε να εξηγήσει τις διαφορές της δημοτικής από την καθαρεύουσα. Εξηγούσε συχνά γιατί η δημοτική δεν είναι μεταφρασμένη καθαρεύουσα, αλλά έχει τη δική της δομή και λογική: υποκείμενο, ρήμα, αντικείμενο. «Ρήμα, ρήμα, βάζε ρήμα», έλεγε. Όταν αρχίζεις μια πρόταση με ουσιαστικό θα ακολουθήσει αναπόφευκτα αχρείαστη γενική.

Όμως εκτός από τη γλώσσα ο Στέφανος αγαπούσε και τη διαδικασία μέσα από την οποία τα λόγια γίνονται κείμενο και το κείμενο έντυπο. Αγαπούσε και την τυπογραφία. Για να είσαι καλός διορθωτής πρέπει να ξέρεις τυπογραφία, έλεγε. Του άρεσαν τα στοιχεία, τα δοκίμια, τα διάστιχα, οι στιγμές. Και φυσικά αγαπούσε τους τυπογράφους. Γνώρισε τον τυπογράφο φίλο του Σπύρο Λένη από το 1971 και πέρασαν μαζί μια ζωή: όρθιοι δίπλα στις κάσες και τα πιεστήρια, αλλά και με ένα κρασάκι και παλιές και νέες ιστορίες τα απομεσήμερα του Σαββάτου. Γιατί οι λέξεις και τα πράγματα, η γλώσσα και τα γράμματα ήταν κυρίως μέσα επικοινωνίας, ευκαιρίες για γνωριμία με άλλους ανθρώπους, συγγραφείς, στοιχειοθέτες, τυπογράφους, πιεστές, βιβλιοπώλες, εκδότες. Ο Στέφανος αγαπούσε την κλασική τυπογραφία και την έζησε στο απόγειό της. Προσαρμόστηκε όμως και στις νέες μεθόδους μέχρι την ηλεκτρονική σελιδοποίηση, πάντα με το μολύβι στο χέρι, να κεντά τα σημάδια του στο πλάι του δοκιμίου, συγκεντρωμένος, όπως φαίνεται στο εξώφυλλο του βιβλίου του, που μας χάρισε η Χριστίνα Αλεξοπούλου. Κεντούσε πράγματι κάθε φορά που ετοίμαζε ένα κείμενο για το τυπογραφείο, είτε ήταν στήλη στην εφημερίδα είτε μελέτη σε κάποιο από τα σημαντικά ιδρύματα με τα οποία συνεργάστηκε. Για τον Στέφανο το κάθε χειρόγραφο ήταν πρόκληση. Όσο περισσότερες δυσκολίες είχε, πίνακες, ένθετα, ιδιοτροπίες, τόσο μεγαλύτερη πρόκληση ήταν. «Με παίδεψε πολύ αυτό», έλεγε με περηφάνια. Οι σειρές του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας, του πάλαι ποτέ Ιδρύματος Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας, και τόσων άλλων εκδοτικών οίκων το μαρτυρούν.

Ο Στέφανος δούλεψε ως διορθωτής ή επιμελητής σε πολλά έντυπα που έχουν αφήσει εποχή: τη δεκαετία του ’70 στις εφημερίδες Αυγή, Απογευματινή και Πρωινή Ελευθεροτυπία∙ την ίδια εποχή στα περιοδικά Συνέχεια, Οικονομία και Κοινωνία, αργότερα στην Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης και στο Εμείς, περιοδικό των υπαλλήλων της ΕΤΕ. Συνεργάστηκε με σημαντικούς εκδοτικούς οίκους: για χρόνια με τις εκδόσεις Παπαζήση και Παγουλάτου, αργότερα με το Θεμέλιο, τη Δωδώνη και πιο πρόσφατα με τις εκδόσεις Σαββάλα. Στην περίοδο που άρχισε να ανθίζει η ιστορική έρευνα και να εκδίδονται πρωτότυπες μελέτες και μεταφράσεις, συνεργάστηκε με όλα τα σημαντικά ιδρύματα: τον Όμιλο Μελέτης του Ελληνικού Διαφωτισμού στην έκδοση του Ερανιστή, το Κέντρο Οδυσσειακών Σπουδών, το ΜΙΕΤ, το Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας, το Ίδρυμα Έρευνας και Παιδείας της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, πιο πρόσφατα τα ΑΣΚΙ, ο κατάλογος είναι ενδεικτικός. Κυρίως άφησε το στίγμα του στο Ιστορικό Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας, όπου δούλεψε σταθερά από το 1980 μέχρι το τέλος, στη σειρά μελετών οικονομικής ιστορίας που διεύθυναν ο Γεράσιμος Νοταράς, ο Σπύρος Ασδραχάς, ο Φίλιππος Ηλιού και ο Γιώργος Δερτιλής. Σε όλες αυτές τις εκδόσεις, που είχαν ειδικές απαιτήσεις στο σχεδιασμό και την επιμέλεια, συνεργάστηκε με νέους ερευνητές-συγγραφείς, με πολλούς από τους οποίους έγινε φίλος. Είναι εύσημο να έχεις το όνομά του στο βιβλίο σου.

Ο Στέφανος δεν διόρθωνε όπως οι παλιοί, ανεξάρτητα από το νόημα. Διάβαζε πάντα τα βιβλία που διόρθωνε. Όπως έχει πει «το βιβλίο δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω σαν ένα ψυχρό αντικείμενο. Θέλω να σκέφτομαι μαζί του, να γελάω μαζί του, να θυμώνω» (Εμείς, τχ. 19/Μάρτιος 1989, σ. 23). Από τα πρώτα χρόνια, όταν ακόμη η δημοτική δεν είχε κατοχυρωθεί ως επίσημη γλώσσα του κράτους ούτε είχε κωδικοποιηθεί επαρκώς, κατέφευγε στον Τριανταφυλλίδη, στην Κρατική Γραμματική και σε δυο τρία συγκεκριμένα λεξικά για τις ανάγκες του: τον κλασικό Ζεκίνη και τον νεότερο Γεραλή.

Στον τελευταίο του συλλογικό χώρο, την Εταιρεία Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας, της οποίας υπήρξε συνιδρυτής, μπόρεσε να συνδυάσει πολλές από τις διαφορετικές αγάπες του: όχι μόνο επιμελήθηκε όλες της τις εκδόσεις, αλλά ασχολήθηκε με την ιστορία της αριστερής νεολαίας στην οποία είχε παίξει σημαντικό ρόλο, δοκιμάστηκε στην ιστορική έρευνα με συνεργάτη τον φίλο του –απόντα κι αυτόν– Γιώργο Μητροφάνη, ανέλαβε το ευρετήριο των αρχείων της ΕΜΙΑΝ με τον φίλο του και συνάδελφο Ζήση Συνοδινό, χρόνια μαζί στο Ιστορικό Αρχείο της ΕΤΕ. Στην ΕΜΙΑΝ συναντήθηκε ξανά με παλιούς φίλους και συντρόφους, γνώρισε νέους, βρήκε ένα χώρο οικείας κοινωνικότητας, έγραψε τα πρώτα δικά του κείμενα, δέχτηκε να μιλήσει δημόσια για τη ζωή και τις εμπειρίες του. Πάντα με έμφαση στη μεγάλη εικόνα. Δύσκολα για τον εαυτό του, για το πώς ο ίδιος τα έζησε όσα έζησε. Μου λείπει μια δική του ιστορία αντίστοιχη με εκείνη της Παγώνας.

Στη δουλειά του ο Στέφανος ήταν αυτοδίδακτος, όπως οι περισσότεροι εκείνης της εποχής –και δεν ήταν πολλοί τότε όσοι μπορούσαν να ισχυριστούν ότι τη γνώριζαν καλά. Διέπρεψε σ’ αυτήν επειδή την αγαπούσε. Κυρίως όμως αγαπούσε τους ανθρώπους που συναντούσε μέσα από τη δουλειά του. Γι’ αυτό ήταν γενναιόδωρος. Δεν δίσταζε να αναγνωρίσει την καλή δουλειά των άλλων συναδέλφων του. Όπως μου αφηγήθηκε φίλη επιμελήτρια εκδόσεων που τον γνώριζε λίγο, της είχε κάνει εντύπωση που της τηλεφώνησε μια φορά για να τη συγχαρεί για μια δύσκολη έκδοση που είχε το όνομά της. «Δεν γίνονται αυτά στο σινάφι μας» ήταν τα λόγια της, εντυπωσιασμένη.

Σήμερα πια η επιμέλεια εκδόσεων έχει αλλάξει. Το επάγγελμα έχει κατοχυρωθεί, φτιάχτηκαν και σχετικές σχολές, υπάρχουν πολλοί άξιοι επιμελητές και διορθωτές. Είναι αλήθεια ότι τώρα οι εκδότες δεν μπορούν πια να πληρώνουν επιμέλειες, στις εφημερίδες ο διορθωτής έγινε κυρίως ηλεκτρονικός, στην ηλεκτρονική σελιδοποίηση η επιμέλεια είναι στοιχειώδης. Και τα δύσκολα βιβλία, με πολλούς πίνακες, διαγράμματα, περίπλοκο κασέ και πολλές διαφορετικές γραμματοσειρές έχουν περιοριστεί γιατί το κόστος τους είναι απλησίαστο. Όμως όσοι από μας βγάζουμε βιβλία έχουμε γνωρίσει άξιους και αφοσιωμένους ανθρώπους, που ξέρουν τη γλώσσα, αγαπούν τη δουλειά τους, σέβονται τα κείμενα. Κάθε τέτοιο συναπάντημα είναι μια ακόμη αφορμή, ανάμεσα στις πολλές που έχει η ζωή κάθε μέρα, για να θυμηθώ τον Στέφανο και όσα με έμαθε.