ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΙΜΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΤΕΦΑΝΟ ΣΤΕΦΑΝΟΥ, ΟΜΙΛΙΑ ΙΩΑΝΝΑΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Ιωάννα Παπαθανασίου

Ένας «εμπειρικός παρείσακτος» : Ο Στέφανος Στεφάνου και η διατήρηση της συλλογικής μνήμης μέσα από τα Αρχεία της Αριστεράς.

 

Να ευχαριστήσω κατ’ αρχάς τους φορείς για την ωραία πρωτοβουλία και την πρόσκληση στην πάντα φιλόξενη αυλή του «Μουσείου Εξορίας». Ο κλήρος που μου έλαχε απόψε αφορά τη σχέση του Στέφανου Στεφάνου με τα Αρχεία της Αριστεράς, τα κέντρα δηλαδή που συνδιοργανώνουν απόψε μαζί με το Αρχείο της Εθνικής Τράπεζας, αυτή την εκδήλωση. Νιώθω πως δεν πρόκειται μόνον γι’ αυτό. Το σημαντικό είναι, νομίζω, να κατατεθούν κάποιες σκέψεις για τα αρχεία, ως φυσικές σωρεύσεις που εκβάλουν σε χαρτώες συλλογές, περικλείνοντας τα ίχνη των ανθρώπων, αποτυπώματα στους δρόμους που περπάτησε, συχνά αναγκαστικά, η ελληνική Αριστερά, ειδικότερα εκείνη η γενιά στην οποία ανήκε και ο Στέφανος και αυτές που την ακολούθησαν και με τις οποίες συμπορεύτηκε, αναδεικνύοντας το ρόλο του σ’ αυτή την υπόθεση που από πολύ νωρίς έδειξε ότι τον αφορά.

Δεν κρύβω ωστόσο την αμηχανία μου και για το λόγο αυτό θέλω να την μοιραστώ μαζί σας. Σκεφτόμουν. Πως άραγε ξεκινά μια ομιλία για έναν φίλο, για έναν κοντινό άνθρωπο, όταν δεν υπάρχει πια; Όταν η σχέση εγγύτητας και συνεργασίας, μαθητείας και εκτίμησης έχει ανατραπεί μέσα από την απουσία; Όταν ο άλλος δεν είναι πια άμεσος αποδέκτης των λόγων και των κειμένων που προνομιακά του απευθύνονται; Ποιόν τόνο πρέπει να ’χει μια ομιλία, κι ακόμη ολόκληρη η εκδήλωση, χωρίς να κινδυνεύσει να μετατραπεί σε τυπικό μνημόσυνο γιατί η πρόθεση δεν είναι αυτή, τουλάχιστον όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι. Η πρόθεση είναι να διατηρηθεί ζωντανή αυτή η φωτίτσα της προσφοράς που άναψε ο Στέφανος μέσα στις διάφορες συλλογικότητες που εντάχθηκε και διέθεσε εαυτόν, συλλογικότητες της ευρείας Αριστερής οικογένειας, όπως η ΕΠΟΝ, οι φυλακισμένοι και εξόριστοι του εμφυλίου και της Απριλιανής δικτατορίας, η ΕΔΑ, οι νεολαίοι της και οι Λαμπράκηδες, κι αργότερα οι εκδόσεις, η Εθνική Τράπεζα, πολλώ μάλλον τα Αρχεία.

Για τα Αρχεία λοιπόν ο λόγος και ο αυτοχαρακτηρισμός «εμπειρικός παρείσακτος» με τον οποίο ο Στέφανος Στεφάνου διαφόριζε τη θέση του από αρχειονόμους κι ιστορικούς καθώς «στα ογδόντα του», όπως έλεγε, «μπήκε στα χωράφια τους», αυτός, «ένας ταξιδευτής της κοινωνίας» που «πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω». Αυτά τον Μάρτη του 2008, στην ημερίδα για την «Νεολαία και τα Αρχεία» που είχαν τότε συνδιοργανώσει η Ελληνική Αρχειακή Εταιρεία και η Εταιρεία Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας, η αγαπημένη του ΕΜΙΑΝ. Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφορούσε με επιμέλεια δική του και του πιο κοντινού του συνεργάτη, του σε όλους μας αγαπητού Ζήσιμου Συνοδινού, ολοκληρωμένο και στην οριστική πλέον έντυπη μορφή του, το γενικό ευρετήριο των Αρχείων της ΕΜΙΑΝ, συνοδευόμενο από μια σημαντικότατη εισαγωγή για το πολιτικό πλαίσιο της εποχής και τα κινήματα της Νεολαίας που εμπίπτουν στα χρονικά όρια των συλλογών της Εταιρείας.

Καλύτερα όμως να πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Η δεκαετία του 1990 αποτελεί το σημείο — τομή για τα Αρχεία της Αριστεράς στην Ελλάδα καθώς συνδέεται, κατά τη γνώμη μου με δύο καθοριστικά συμβάντα. Το πρώτο αφορά μια αρχειακή συνείδηση που εδραιώνεται σταδιακά και στη χώρα μας μέσα από την άνθηση των τραπεζικών αρχείων, τη συγκρότηση της Αρχειακής Εταιρείας, αλλά και, κυρίως, την αναβάθμιση των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ) και του ρόλου τους. Το δεύτερο σχετίζεται με την κατάσταση στο αριστερό χώρο, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Τα γεγονότα συνέβαλαν συμβολικά σε μια ήδη δρομολογημένη στη χώρα μας αλλαγή. Αν ο μεγάλος Συνασπισμός της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας, όπως ονομάζονταν, ήταν γεγονός στο πλαίσιο της εκλογικής συμμαχίας του ΚΚΕ με την ΕΑΡ και άλλων μικρότερων κομμάτων της κεντρο-αριστεράς, η κατάρρευση οδήγησε σε ευρύτερες αναθεωρήσεις που απέκτησαν διάρκεια, κυρίως στο πλαίσιο του χώρου της Ανανεωτικής Αριστεράς και των απολήξεών του. Στα συμπτώματα των νέων διεργασιών τοποθετώ και το ότι οι άνθρωποι άρχισαν να αναστόχαζονται δημόσια για την κομματική τους εμπειρία, να μιλούν ελεύθερα και να καταθέτουν πράγματα τα οποία μέχρι τότε παρέμεναν περιορισμένα μεταξύ συντρόφων και συναγωνιστών, αποκυήματα μιας κριτικής προφορικής παράδοσης που είχε καλλιεργηθεί στα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αυτή η προσωπική χειραφέτηση από το αυστηρό πλαίσιο της κομματικότητας, συνοδεύτηκε σε συλλογικό επίπεδο από αντίστοιχες διεργασίες. Η έννοια του κομματικού αρχείου αποσυνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό από εκείνη του απόρρητου, του μυστικού και του απροσπέλαστου και επομένως από την μέχρι τότε κυρίαρχη λογική της αποκλειστικά πολιτικής και εσωκομματικής χρήσης των φθαρμένων χαρτιών. Τα έγγραφα και οι αρχειακές σειρές ξαναβρήκαν την χαμένη τους ιστορικότητα και αναζήτησαν νέους αποδέκτες. Κατέστησαν τεκμήρια του παρελθόντος, σιωπηλοί μάρτυρες μιας ιστορίας, συχνά τραγικής, την οποία οι μεν ειδικοί όφειλαν να ερευνήσουν, η δε κοινωνία να γνωρίσει και να ενημερωθεί.

Αν το λεηλατημένο από τις υπηρεσίας Ασφαλείας αρχείο της προδικτατορικής ΕΔΑ ήταν, το 1990, το πρώτο αρχείο πολιτικού οργανισμού στην Ελλάδα που παραδόθηκε στην ιστορική έρευνα για επεξεργασία και χρήση, είναι σαφές ότι η δημιουργία το 1992 των ΑΣΚΙ και η έναρξη λειτουργίας του αναγνωστηρίου τους από τα τέλη του 1994, έφερε πιο κοντά στην κοινωνία και στους ερευνητές τα «ανοιχτά αρχεία», όπως τα φαντάστηκε ο Φίλιππος Ηλιού και οι συν αυτώ. Δεν πρόκειται όμως μόνο για τα ΑΣΚΙ και τη συλλογικότητα που τότε δημιουργήσαμε. Στον απόηχο των μεγάλων αλλαγών και στη λογική των αρχείων των «ανοικτών» στην ιστορική έρευνα, νέες συλλογικότητες κατέθεσαν το στίγμα τους ασχολούμενες με τη συγκρότηση και την ανάδειξη νέων αρχειακών συνόλων της Αριστεράς. Η Πανελλήνια Ένωση Αγωνιστών Μακρονήσου, η γνωστή σε όλους μας ΠΕΚΑΜ, άρχισε να αναζητά πάσης φύσεως αρχειακά τεκμήρια για την Μακρόνησο και να εκπονεί μελέτες για την διατήρηση του νησιού ως τόπου μνήμης και το Μουσείο Εξορίστων Αη Στράτη, που απόψε μας φιλοξενεί, συγκροτήθηκε σε σωματείο, φιλοδοξώντας να δώσει άλλες διαστάσεις σε μια αρχικά ιδιωτική συλλογή. Η σειρά είναι μακρά, καθώς εκτάθηκε νωρίς και εκτός της Αθήνας. Περιορίζω ωστόσο τις αναφορές σε δυο ακόμη φορείς, ξέροντας ότι η παράθεση στοιχείων κουράζει. Έτσι, σημειώνω την Εταιρεία Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων (ΕΔΙΑ) και φυσικά την ΕΜΙΑΝ, αυτή την γόνιμη πρωτοβουλία παλαιών αριστερών νεολαίων που διευρύνθηκε μέσα στα χρόνια δίνοντας σημαντικά δείγματα γραφής, πριν αλλά και μετά την κρίση.

Το παρόν λοιπόν σε αυτή την άνθηση που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, έδωσε από πολύ νωρίς ο Στέφανος Στεφάνου μετέχοντας ενεργά στις νέες αρχειακές συλλογικότητες και μάλιστα με τρόπο ξεχωριστό. Η εμπλοκή του, όπως και αυτή του Τάκη Μπενά, στην αποκατάσταση του Αρχείου της ΕΔΑ και η εκδοτική φροντίδα του Ευρετηρίου του, έβαινε παράλληλα με τη σταδιακή ανάμιξή του στις αρχειακές επεξεργασίες σε άλλους φορείς. Εκκινώντας από την βαθειά σχέση του με τον πολιτισμό της Αριστεράς και τη βιωματική γνώση των επιμέρους χώρων και της ιστορίας τους, ο Στέφανος δεν συνέδεσε απλά το όνομά του με τα ΑΣΚΙ και τους Φίλους τους, ή με τα Διοικητικά Συμβούλια της ΕΜΙΑΝ και του Μουσείου Πολιτικών Εξορίστων Αη Στράτη. Ο Στέφανος λειτούργησε ως ο φυσικός συνεκτικός ιστός που διαπέρασε με την παρουσία του όλες τις νέες δημιουργικές συλλογικότητες, όλα τα επιμέρους «εμείς», κτίζοντας σχέσεις επικοινωνίας και εγγύτητας μεταξύ τους. Αυτά σε ένα πρώτο, επιφανειακό, θα ’λεγα, επίπεδο. Για τον Στέφανο, τα πράγματα πήγαιναν όμως πιο βαθιά. «Κομμουνιστής από κούνια», αριστερός γνήσιος στη ζωή και στην πράξη, με σαφή απόσταση από τους –ισμούς και τους κομματικούς μηχανισμούς ήδη από τα χρόνια της δικτατορίας, είχε απόλυτη συνείδηση της σημασίας των αρχείων, όχι μόνον ως καλών εργαλείων για την έρευνα, αλλά για τη διατήρηση της συλλογικής μνήμης. Εξ ού και η σταθερή ενασχόλησή του με τη συγκέντρωση και την οργάνωση προσωπικών και ιδιωτικών αρχείων και συλλογών στο πλαίσιο, κυρίως, της ΕΜΙΑΝ.

Πέραν όμως της σημασίας των αρχειακών μονάδων και συλλογών, γνώριζε εξίσου καλά ότι το μεγάλο αφήγημα της ελληνικής Αριστεράς, όπως και οι επιμέρους συνθέσεις δεν μπορούν να υπάρξουν με αόριστες αναφορές στο κοινωνικό υποκείμενο. Πίστευε ότι η συλλογική μνήμη και η ιστορία του χώρου οφείλουν να έχουν ως αφετηρία τις ευρύτερες δυνατές αναφορές σε ονόματα και στο ρόλο των ανθρώπων, όσων αγωνίστηκαν, όσων στρατεύτηκαν στη συλλογική υπόθεση. Σε αυτούς τους αφανείς, κυρίως, προσπάθησε να δώσει πίσω την ξεχασμένη τους φωνή, να τους ανακαλέσει στη μνήμη με την ταυτοποίησή τους. Σ’ αυτούς έστρεψε κατ’ εξοχήν την προσοχή του, ενισχύοντας με την πείρα και τη φρεσκάδα του μυαλού του τους τρείς φορείς με τους οποίους κατ’ εξοχήν συνεργάστηκε, την ΕΜΙΑΝ, τα ΑΣΚΙ και το Μουσείο Εξορίας.

Έτσι, δηλώνοντας ο ίδιος «ένας από τους πολλούς», μας κοινώνησε τις γνώσεις του, πρωταγωνιστής στη μνημείωση των δρόμων όπου βημάτισε και των ανθρώπων που συνάντησε στη μακρά διαδρομή του.

Στέφανε Στεφάνου σε ευχαριστούμε και σε αντιχαιρετούμε!