Θανάσης Καλαφάτης — Ελβίρα Θάνου
Το φοιτητικό κερκυραϊκό θέατρο στις αρχές της δεκαετίας του ’60
Με τη σημερινή εισήγηση επιχειρείται να παρουσιασθεί και να αξιολογηθεί μια σημαντική θεατρική προσπάθεια του Συλλόγου Κερκυραίων Φοιτητών, την περίοδο 1960–1961, να παρουσιάσει στην Κέρκυρα ένα σύγχρονο και ποιοτικό θέατρο.
Η εισήγηση διαρθρώνεται σε τέσσερα μέρη.
Στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στο γενικότερο πολιτιστικό και ιδιαίτερο θεατρικό έργο των σπουδαστικών και μαθητικών συλλόγων και δη των επτανησιακών στη δεκαετία του ’60. Στο δεύτερο μέρος θα σταθούμε ιδιαίτερα στο ιστορικό υπόστρωμα του κερκυραϊκού φοιτητικού θεατρικού εγχειρήματος, στο τρίτο θα παρουσιάσουμε τα δείγματα αυτής της προσπάθειας και στο τέταρτο θα αναφερθούμε ιδιαίτερα στα μηνύματα και στις απηχήσεις της, που η συστηματοποίηση και η ποιότητά της μας δίνουν τη δυνατότητα να μιλάμε για ένα βραχύβιο κερκυραϊκό φοιτητικό θέατρο.
Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυσή μας χρειάζεται να κάνουμε ορισμένες διευκρινήσεις. Πρώτον, σχετικά με τις πηγές μας, η βιβλιογραφία στηρίχθηκε στις αρχειακές συλλογές της Εταιρείας Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας (ΕΜΙΑΝ), στη χρήση στοιχείων προφορικής ιστορίας, όπως συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια, σε εφημερίδες, περιοδικά και φωτογραφικές συλλογές. Δεύτερον, η έρευνά μας, που εντάσσεται στο πλαίσιο ενός μεγάλου ερευνητικού έργου για τους τοπικούς φοιτητικούς συλλόγους την περίοδο 1950–1967 με επιστημονικούς φορείς το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και την ΕΜΙΑΝ, δεν έχει εξαντλήσει σε βάθος τη μελέτη των υπαρχουσών πηγών. Έτσι αναγκαστικά τα συμπεράσματά μας θα έχουν έναν δοκιμαστικό χαρακτήρα. Ακόμη, η ανάλυση στηρίζεται περισσότερο στην ιστορική προσέγγιση, λίγο ή καθόλου στη θεωρία του θεάτρου και τρίτον, στο φωτογραφικό υλικό που χρησιμοποιούμε δεν έχουμε κάνει πλήρη ταυτοποίηση των προσώπων. Ίσως η δική σας βοήθεια, στο τέλος της συνεδρίας, να προβεί χρήσιμη. Τέλος ευχαριστούμε ιδιαίτερα τους Μάριο Παϊπέτη, Νίκο Πανδή, Σπύρο Καλούδη, Αλέκο Μοναστηριώτη, Κώστα Βλάσση και Σπύρο Βραχωρίτη, για την πολύτιμη βοήθειά τους για τη συγγραφή της σημερινής εισήγησης.
Μέρος πρώτο
Οι μαθητικοί αγώνες για τη μείωση του ποσού εγγραφής και των μαθητικών τελών την περίοδο 1951–1952 και οι μεγάλοι αγώνες των φοιτητών και των μαθητών για το Κυπριακό του 1955 και 1956, καθώς και τα ευνοϊκά για τις κεντρώες και αριστερές δυνάμεις εκλογικά αποτελέσματα εκείνης της τελευταίας χρονιάς, έδωσαν μια τεράστια ώθηση στην ανασυγκρότηση του φοιτητικού κινήματος. Δίπλα στους κλαδικούς φοιτητικούς συλλόγους, που άρχισαν να μαζικοποιούνται, ιδρύονται τώρα, και μια σειρά τοπικοί σύλλογοι, Επτανησίων, Κρητών, Λευκαδίων κλπ., ενώ έχει προηγηθεί, από το 1953, ο Σύλλογος των Κερκυραίων Φοιτητών. Η ίδρυση των τοπικών σπουδαστικών συλλόγων, την οποία ακολουθεί η ίδρυση της Ομοσπονδίας Τοπικών Σπουδαστικών Συλλόγων Ελλάδας (ΟΤΣΣΕ), δεν είναι άσχετη με τα ιδιαίτερα δύσκολα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επαρχιώτες φοιτητές στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, τα μοναδικά τότε κέντρα πανεπιστημιακών σπουδών στην Ελλάδα, όπως η σίτιση, η κατοικία, οι συνθήκες σπουδών και εκείνα τα προβλήματα της φτώχειας, του αναλφαβητισμού που άφησαν πίσω τους στις ιδιαίτερες πατρίδες τους όταν ήλθαν για να δώσουν εξετάσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα, για να πετύχουν σε κάποιες από τις ανώτατες σχολές, με το όνειρο της κοινωνικής, επιστημονικής και επαγγελματικής υπέρβασης.
Είμαστε στην πιο δύσκολη δεκαετία της μετεμφυλιακής περιόδου, οι νέοι πρέπει να παλέψουν με μύριες όσες δυσκολίες για να ανοίξουν ένα νέο δρόμο, ανθρώπινο και δημοκρατικό.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, από τα κύρια μελήματα των τοπικών σπουδαστικών συλλόγων και της ομοσπονδίας τους είναι η ανάπτυξη πολιτιστικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Προηγούμενα οι νέοι της κατοχής, και κυρίως της περιόδου 1944–1946, είχαν αναπτύξει ιδιαίτερη δραστηριότητα πολιτιστική και θεατρική, μέσα από τις γραμμές της ΕΠΟΝ. Είχαμε τότε το θέατρο του Βουνού, στις ημιελεύθερες ορεινές περιοχές και αργότερα των νέων στις πόλεις.
Είναι φανερό ότι η πολιτιστική και θεατρική δραστηριότητα αναπτύσσεται κάτω από ορισμένες συνθήκες σαν μορφή αντίστασης σε κάθε καταπίεση, σε κάθε πολιτική βία, σε κάθε ανελεύθερη κρατική ενέργεια, σε κάθε πολιτιστική καθυστέρηση…
Το πρώτο έναυσμα της πολιτιστικής δραστηριότητας δίνει η ΟΤΣΣΕ με τις μεγάλες εξορμήσεις της στην ύπαιθρο, τις οποίες συνοδεύει με πολιτιστικά και θεατρικά δρώμενα, ακολουθούν οι Κρήτες και οι Επτανήσιοι. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι οι δύο τελευταίοι σύλλογοι, που συνιστούν τους πιο μαζικούς και δημοκρατικούς τοπικούς συλλόγους στην προδικτατορική περίοδο, όχι μόνο πραγματοποιούν δικές τους πολιτιστικές εκδηλώσεις αλλά συμμετέχουν ενεργά, μαζικά και επιτελικά, στις μεγάλες λαϊκές και θεατρικές γιορτές που γίνονται στα νησιά τους, όπως οι Ζακύνθιοι φοιτητές στην αναβίωση του θεσμού των λαϊκών δρώμενων και «Ομιλιών» και οι Λευκάδιοι φοιτητές στις «Γιορτές Λόγου και Τέχνης» και στο «Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών». Να επισημάνουμε ακόμη τη συμβολή του Συλλόγου Επτανησίων Φοιτητών στη μεταφορά των οστών του εθνικού ποιητή Ανδρέα Κάλβου από την Αγγλία στη Ζάκυνθο το 1960.
Βεβαίως και άλλες φοιτητικές συσσωματώσεις και ομάδες αργότερα, όπως ο Μορφωτικός Σύλλογος Ελευσίνας, ο Σύλλογος Φοιτητών Πειραιώς, το περιοδικό η Πανσπουδαστική, το Θέατρο Νέων Νέας Ιωνίας, οι Συντονιστικές Επιτροπές Νέων Εργαζομένων, ο ΣΕΜΜΕ (Σύλλογος Εργαζομένων Μαθητών Μέσης Εκπαιδεύσεως), καθώς και θεατρικές προσπάθειες των σπουδαστικών συλλόγων Κλασσικών Σπουδών στην Αθήνα, παίρνουν σημαντικές πρωτοβουλίες για την προαγωγή του νεανικού θεάτρου, αποτελώντας ένα μεγάλο φυτώριο για τις μελλοντικές γενιές θεατράνθρωπων.
Μέρος δεύτερο
Ας μιλήσουμε τώρα για τα Επτάνησα. Η γέννηση του νεοελληνικού θεάτρου στα επιμέρους νησιά έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά, όσον αφορά την καταγωγή, και μερικές ιδιαιτερότητες στις κατευθύνσεις. Βέβαια πίσω απ’ αυτή την ανάπτυξη, μπορεί κανείς να διακρίνει τις επιδράσεις του κρητικού θεάτρου, με ιδιαίτερο σταθμό τη Ζάκυνθο. Πρόκειται για ένα μεγάλο θέμα με διαφορετικές σήμερα ερμηνείες, που όμως εξέρχεται των ορίων της σημερινής εισήγησης. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για την επίδραση της κρητικής ζωγραφικής στην επτανησιακή τέχνη ως και τη σχέση τους με τις δυτικές τεχνοτροπίες. Πρόκειται άλλωστε για ζητήματα που έχουν απασχολήσει από παλιά τα επτανησιακά συνέδρια, ενώ από τις παλαιότερες επισημάνσεις σημαντική ήταν εκείνη του καθηγητή του Πολυτεχνείου Άγγελου Προκοπίου (περί την επτανησιακής ζωγραφικής). Πάντως είναι γεγονός ότι μετά τη βυζαντινή περίοδο η πολιτική και η πνευματική μοίρα των Επτανήσων σφραγίζεται με τις επιδράσεις των πνευματικών επιτευγμάτων του δυτικού πολιτισμού, με πρωτεύουσα τη σφραγίδα της ενετικής επικυριαρχίας.
Πρέπει εδώ να υπογραμμίσουμε ότι ο επτανησιακός πολιτισμός, που ήκμασε ιδιαίτερα το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, συνδέθηκε με το ενωτικό κίνημα και με τη σειρά του επηρεάστηκε από την ανάπτυξη του τελευταίου, αν και αναπτύχθηκε κατά διαφορετικό τρόπο στα επιμέρους νησιά, έχει μια γεωγραφική ανάπτυξη στο κάθε νησί περίπου ίδια. Ο επτανησιακός πολιτισμός είναι κατ’ αρχή δυτική επίδραση και στη συνέχεια δημιούργημα με ιδιαίτερα πλέον επτανησιακά στοιχεία των πόλεων, δηλαδή των αστικών κέντρων. Στην ίδια γεωγραφία που χωρίζει τη χώρα (το άστυ) από την ύπαιθρο (τον αγροτικό οικισμό) υπάγονται όλες σχεδόν οι εκφάνσεις, οι «σχολές» αυτού του ιδιόμορφου πολιτισμού: η επτανησιακή ιστοριογραφία, το επτανησιακό θέατρο, η επτανησιακή ποιητική σχολή, το Ιονικό Δίκαιο, η σχολή της επτανησιακής πεζογραφίας κ.ά. Στην πόλη της Κέρκυρας είναι εμφανής αυτή την περίοδο η παρουσία των ιταλικών θιάσων, με έργα του ευρωπαϊκού ρεπερτορίου, ενώ στην ύπαιθρο έχουμε κυρίως αυτοσχέδιους θιάσους που καταπιάνονται με μεσαιωνικά δρώμενα και πολύ αργότερα με έργα ελλήνων συγγραφέων. Στη Ζάκυνθο έχουμε μια ιδιαίτερα σημαντική ελληνική παραγωγή με τους Γουζέλη — Μάτεση και άλλους συγγραφείς που δίνουν βάρος στη θεατρική σάτιρα και την κωμωδιογραφία. Παρόμοια κατάσταση συμβαίνει στην Κεφαλονιά, όπου η σατιρική ποίηση δίνει ώθηση σε συγκεκριμένες θεατρικές μορφές. Είναι φανερό, όπως σημειώνει και ο Σπύρος Ευαγγελάτος στην Ιστορία του θεάτρου εν Κεφαλληνία, η σατιρική διάθεση ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα σχεδόν όλων των Επτανησίων, πράγμα που αποτελούσε προϋπόθεση για μια θεατρική παιδεία, απαραίτητη για την πρόσληψη των θεατρικών δρώμενων αλλά και τη δυνατότητα, δημιουργίας πειραματικών θεατρικών σχημάτων. Βεβαίως πρόκειται για αναγκαία αλλά όχι επαρκή συνθήκη.
Στα δύο τελευταία νησιά υπήρξε έντονη η θεατρική παράδοση συνδεδεμένη και με άλλες μορφές τέχνης όπως τα χορωδιακά σχήματα στην Κεφαλονιά και τα λαϊκά δρώμενα στη Ζάκυνθο. Να αναφέρουμε ακόμη ότι κι άλλες εκδηλώσεις, όπως αποκριάτικες παραστάσεις, λαϊκά αυτοσχέδια δρώμενα και εικόνες και ταχυδακτυλουργικές επιδείξεις, αποτελούσαν δίπλα στις τακτικές παραστάσεις ιταλικών θιάσων ποικίλης ύλης ένα στάδιο προθεατρικής κατάστασης. Σ’ όλα αυτά βρίσκουμε την προαισθητική μορφή του θεάτρου∙ υπάρχουν στοιχεία θεατρικού αυτοσχεδιασμού όπως μιμική, μασκάρεμα, υποκριτική, χορός, λόγος, τραγούδι κ.ά.
Στη Λευκάδα, που ίσως είχε τη μικρότερη δυτική επίδραση στα θεατρικά δρώμενα λόγω της μεγάλης διάρκειας της τουρκικής κυριαρχίας, είχαν αναπτυχθεί ιδιαίτερα τέτοιες ελεύθερες εκδηλώσεις, που αναβιώνουν κυρίως τα τελευταία χρόνια όπως ο «Χωριάτικος γάμος της Καρυάς».
Μια άλλη παρατήρηση που μπορεί να κάνουμε εδώ είναι ότι για μεγάλο διάστημα το επτανησιακό θέατρο ήταν ιταλόφωνο και ύστερα έγινε ελληνόφωνο. Ο Διονύσιος Ρώμας στη μελέτη του Επτανησιακό Θέατρο δίνει σαν σημεία καμπής για τη Ζάκυνθο τον 17ο αιώνα, για την Κεφαλονιά το 18ο αιώνα, ενώ για την Κέρκυρα και τη Λευκάδα τα μέσα του 19ου αιώνα.
Η ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864 συνιστά βασική καμπή για το αυτόνομο πολιτειακό, κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτιστικό θεσμικό πλαίσιο και τις γενικότερες κοινωνικές μορφές της. Μέσα σε πενήντα χρόνια η Επτάνησος θα καταστεί μια από τις συνήθεις άχρωμες επαρχίες ή ένα από τα μεγάλα διαμερίσματα του νέου ελληνικού κράτους. Η περίπτωσή της, όπως και άλλων περιοχών που ενώθηκαν ή προσαρτήθηκαν αργότερα στον κύριο ελλαδικό κορμό, είναι άκρως διδακτική από πολλές πλευρές. Από το 1914 και μετά θα έχουν εξαλειφθεί όλες σχεδόν οι ιδιαιτερότητές της και σε καμιά περίπτωση η όποια πνευματική παραγωγή της δεν θα μπορεί να συγκριθεί με ό,τι σαν δέσμη τεχνών, επιστημών, συμπεριφορών και τρόπων ζωής φέρει μέχρι τότε το όνομα «επτανησιακός πολιτισμός». Θα μείνουν σαν κατάλοιπα τα ιστορικά αρχεία της, μια νεότερη ομάδα ιστορικών που σε κάθε νησί επιχειρεί να συγγράψει την τοπική ιστορία, μια θεατρική αναγέννηση και αξιόλογες μουσικές μπάντες, που θα προσπαθήσουν να σηκώσουν, πολλές φορές επάξια, το βάρος ενός ιστορικού παρελθόντος, και είναι τα έντεχνα σύνολα, που τουλάχιστον μέχρι την δεκαετία του ’40 σε πολλές περιπτώσεις πλαισιώνονται από ξένους και ιδιαίτερα ιταλούς συνθέτες και διευθυντές. Να προσθέσουμε ακόμη ότι, μέχρι το τέλος του Μεσοπολέμου στα νησιά Κέρκυρα και Λευκάδα οι φιλαρμονικές θα παίξουν έναν ιδιαίτερο ρόλο στην προαγωγή της θεατρικής παράδοσης.
Καθώς σημειώσαμε παραπάνω όλο το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από έντονη θεατρική δραστηριότητα σε όλα τα μεγάλα νησιά. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η ίδρυση νέων θεάτρων, η εμφάνιση πολλών νέων ικανών συγγραφέων και η παρουσίαση ιταλικών θιάσων με αξιώσεις. Το 1859 χτίζεται στην Κεφαλονιά το νέο μεγάλο θέατρο «Ο Κέφαλος» και το 1870 στη Λευκάδα το Δημοτικό Θέατρο. Ως γνωστόν το πρώτο θέατρο στα Επτάνησα εμφανίστηκε το 1717∙ ήταν το «Σαν Τζιάκομο» στην Κέρκυρα. Το μελόδραμα μπήκε στο ρεπερτόριο το 1735 και, όπως σημειώνει ο Ρώμας, το επτανησιακό θέατρο από τότε συνυφάνθηκε με τη μουσική καλλιέργεια των Επτανησίων. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1750, θα οικοδομηθεί θεατρικό κτίριο και στο Κάστρο της Ζακύνθου.
Οι μουσικές μπάντες Κέρκυρας και Λευκάδας, μαζί με διάφορα μουσικοφιλολογικά σωματεία αποτελούν τις μήτρες απ’ όπου κυοφορούνται νέα θεατρικά σχήματα, αυτοσχέδια και σ’ ορισμένες φορές με αξιώσεις. Θέατρα όπως ο Φώσκολος, ο Κέφαλος και το Δημοτικό Κέρκυρας καταστρέφονται ή καίγονται από τους κατακτητές τα κατοχικά χρόνια.
Προσπαθήσαμε να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στη γένεση και ανάπτυξη του επτανησιακού θεάτρου μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βεβαίως υπάρχουν και θεατρικοί συγγραφείς, όπως ο Γιάννης Σιδέρης, που εκφράζουν απόψεις που δεν μπορούν να συμβιβαστούν με την ύπαρξη της Σχολής του Επτανησιακού Θεάτρου. Αντιπαρερχόμενοι αυτόν το διάλογο, θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι η ευρωπαϊκή επιρροή και η θεατρική και σατιρική προδιάθεση των Επτανησίων, σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση των νησιών με τη Δύση, δίνουν μια άλλη διάσταση και μια ιδιαιτερότητα όχι μόνο στη θεατρική παραγωγή αλλά και στα υπόλοιπα πνευματικά επιτεύγματα.
Τα χρόνια που θα ακολουθήσουν μετά τη λήξη του Εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα είναι δύσκολα για κάθε πνευματική και θεατρική προσπάθεια. Σιγά σιγά θα αρχίσουν να ανασυγκροτούνται θίασοι με αξιόλογους ηθοποιούς, θα λειτουργήσουν θεσμοί όπως το Φεστιβάλ της Επιδαύρου, το Εθνικό (Βασιλικό) θέατρο και θα ιδρυθούν δραματικές σχολές. Γύρω στη δεκαετία του ’60 αρχίζουν να μπαίνουν τα θεμέλια για το νέο ελληνικό θέατρο το οποίο επηρεάζεται και από την άνθηση της ξένης δραματουργίας.
Μέρος τρίτο
Στην ύπαιθρο, χωρίς πολιτιστικές δομές και σε ένα κλίμα πολιτικής τρομοκρατίας, οι δυνάμεις αντίστασης είναι λιγοστές και καταβάλλεται προσπάθεια από φιλοπρόοδους νέους να σχηματίσουν ερασιτεχνικά συγκροτήματα. Αυτές οι πρωτοβουλίες ξεκινούν από αυτοσχέδιους θιάσους, από σχετικά νέους ανθρώπους που προέρχονται από το θεατρικό χώρο της ΕΠΟΝ ή από νέους φοιτητές που προσπαθούν, είτε στους χώρους των σπουδών τους είτε στον τόπο καταγωγής τους, να πειραματιστούν με ανεβάσματα έργων με εθνικό ή κοινωνικό μήνυμα.
Οι πρώτες γόνιμες εστίες αυτών των πειραματισμών, πριν από τη θεατρική παρέμβαση των Κερκυραίων φοιτητών του 1960 και 1961, αναπτύσσονται σε περιοχές της χώρας που έχουν αρδευτεί πολιτιστικά και θεατρικά και έχουν δώσει στο παρελθόν αξιόλογους καρπούς πνευματικής παραγωγής, όπως η Κρήτη και τα Επτάνησα,
Ήδη το 1951–52 στους Αργυράδες Κέρκυρας υπάρχουν δύο ερασιτεχνικοί όμιλοι. Ο ένας, ο Όμιλος Νέων Αργυράδων ανέβασε «Τα αρραβωνιάσματα» του Δημήτρη Μπόγρη, τον «Ρακοσυλλέκτη των Παρισίων» του Ευτύχιου Πιάτ κ.ά., ενώ ο άλλος, η Φιλοπρόοδος Εκπολιτιστική Ένωση Αργυράδων (ΦΕΕΑ), ανέβασε τους «Δύο λοχίες» του Θεόδ. Μποντουέν Ντωμπινί και άλλα έργα. Στον Άγιο Πέτρο Λευκάδας ο Επιμορφωτικός Σύλλογος Νέων το 1957–1958 ανέβασε το έργο του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», αλλά και τον θάνατο του Κατσαντώνη. Μετά τη θεατρική προσπάθεια του Συλλόγου των Κερκυραίων Φοιτητών, στην Αθήνα ο ΣΕΜΜΕ (Σύλλογος Εργαζομένων Μαθητών Μέσης Εκπαίδευσης) ανεβάζει το έργο του Μενέλαου Λουντέμη «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», ενώ η φοιτητική εφημερίδα Πανσπουδαστική ενθαρρύνει τους νέους ποιητές και καταπιάνεται με το ανέβασμα σύγχρονων θεατρικών έργων.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 υπάρχει καλή συγκυρία στο χώρο της κερκυραϊκής φοιτητικής νεολαίας. Πολλοί Κερκυραίοι φοιτητές έχουν μια θεατρική και καλλιτεχνική προδιάθεση, ενώ υπάρχει μια άλλη ομάδα Κερκυραίων φοιτητών και φίλων της Κέρκυρας που φοιτούν σε θεατρικές σχολές ή παίζουν σε κεντρικά θέατρα. Όλοι αυτοί συμμετέχουν έντονα στις καλλιτεχνικές πολιτιστικές διεργασίες της εποχής. Μπορούμε να τους ονομάσουμε πρωτοπόρους της ανεκπλήρωτης άνοιξης της δεκαετίας του ’60 με προεξάρχοντες τους Φίλιππο Βλάχο, Σπύρο Βραχωρίτη και Γιώργο Μιχαλακόπουλο.
Ο Σύλλογος των Κερκυραίων Φοιτητών παρουσιάζει μια καταστατική ιδιαιτερότητα∙ συντίθεται από Κερκυραίους που φοιτούν σε ελληνικά και ξένα πανεπιστήμια. Οι συνελεύσεις τους γίνονται το καλοκαίρι, εξασφαλίζοντας έτσι μια μεγαλύτερη βάση για την εκπολιτιστική του δραστηριότητα.
Το επταμελές Διοικητικό Συμβούλιο το 1959, αποτελούνταν από τους Μάριο Παϊπέτη, Νίκο Πανδή, Αλέκο Μοναστηριώτη, Αναστάσιο Πανδή, Γιώργο Δαφνή, Χριστόφορο Κουλούρη και Νίκο Ράπτη.
Σε μια χρονική περίοδο που στην Κέρκυρα αλλά και σε άλλα νησιά περιοδεύουν κυρίως θεατρικά μπουλούκια και νεοπαγή θεατρικά σχήματα κινηματογραφικών αστέρων ως Μπάρκουλης-Λαμπροπούλου, Σπεράτζα Βρανά-Ανουσάκη κ.ά., οι Κερκυραίοι φοιτητές ξεκινούν το δύσκολο εγχείρημα να ανεβάσουν ποιοτικό νεοελληνικό και ξένο θέατρο και να παρουσιαστούν άγνωστοι σχετικά στην Κέρκυρα θεατρικοί συγγραφείς, παρ’ όλο που το έργο τους κατείχε ξεχωριστή θέση στο διεθνές ρεπερτόριο.
Το πρώτο θεατρικό που επιλέχθηκε για το καλοκαίρι του 1960 ήταν το έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη «Η αυλή των Θαυμάτων». Δίπλα στην «Οδό των Ονείρων» του Μάνου Χατζηδάκη ήταν ένα πρωτοποριακό έργο, κλασικό πια σήμερα, με πολλές αναφορές στη μάστιγα της μετανάστευσης που ταλάνιζε τη χώρα εκείνη την εποχή.
Το εγχείρημα δεν ήταν τόσο εύκολο. Οι οργανωτές Νίκος Πανδής και Μάριος Παϊπέτης είχαν έρθει σε επαφή με τον Ιάκωβο Καμπανέλη από τον Μάρτιο του 1960. Το έργο ανέβηκε στις 17 Αυγούστου στην αυλή του Α΄ Γυμνασίου Αρρένων Κέρκυρας. Χρειάστηκαν πολλές πρόβες, σκληρή δουλειά, έμπνευση, πρωτοτυπία και φαντασία στην υπερνίκηση των δυσκολιών. Σκηνοθέτης ήταν ο Σπύρος Βραχωρίτης, ένας διεθνούς εμβέλειας σήμερα θεατρικός δημιουργός. Η σκηνογραφία ήταν του γνωστού ζωγράφου Σάββα Χαρατσίδη, που έστησε μια ωραιότατη αυλή, ενώ τη μουσική έγραψε ο αείμνηστος Κερκυραίος Άκης Καβαλλιεράτος, εμπνευσμένος μουσουργός με σπουδές στη Βιέννη. Στους ρόλους διακρίθηκαν η φοιτήτρια Νομικής Πιερέτα Θεριογιάννη (Ανετώ), ο φοιτητής της Χημείας Αντώνης Πανδής (Μπάμπης), η Ρούλα Αντωνάκη από το Ωδείο Κέρκυρας (Μαρία), η φοιτήτρια της Νομικής Ελένη Στόλη (Ντόρα), ο Νίκος Παλαιολόγος από τη Σχολή Εμποροπλοιάρχων (Γιάννης), ο φοιτητής του Πολυτεχνείου Θωμάς Κώτης (Στράτος), ο Φίλιππος Βλάχος από τη Σχολή Βαχλιώτη (Στέλιος) και ιδιαίτερα ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος (Ιορδάνης). Ακόμα να προσθέσουμε, σύμφωνα με την εφημερίδα Κέρκυρα (20/8/1960), και τους Γιώργο Λούβαρη, Δάφνη Τορνέ (Ηρώ Κυριακάκη), Ρίτα Τσιμούρη, Ελευθ. Παπασταματίου, Νίκο Μουλίνο, Στέλιο Κουρή, Χρήστο Ζαφειρόπουλο και Πέτρο Βεντούρα.

Φωτο αρ. 1
Στην παραπάνω φωτογραφία (αριθ. 1) διακρίνεται μια ομάδα από τους συντελεστές του έργου. Από τα αριστερά όρθιοι είναι οι Ελένη Στόλη, Μάριος Παϊπέτης, Πιερέτα Θεριογιάννη, Νίκος Πανδής, …, Σάββας Χαρατσίδης, Αλέκος Μοναστηριώτης, Μάρκος Δραγούμης, …, Ηρώ Κυριακάκη (Δάφνη Τορνέ), …, Σπύρος Βραχωρίτης, Άκης Καβαλιεράτος. Στη δεύτερη σειρά πρώτος από αριστερά ο Θόδωρος Πανδής, τρίτη στη σειρά η σύντροφος του Μάρκου Δραγούμη και καθιστός ο Φίλιππος Βλάχος. Το έργο ανέβηκε στις 17 και 18 Αυγούστου του 1960. Τα έσοδα διατέθηκαν υπέρ των απόρων μελών του Συλλόγου. Την παράσταση παρακολούθησαν και οι αρχές του νησιού. Το έργο που δέχθηκε ευνοϊκές κρητικές από τον αθηναϊκό και επαρχιακό τύπο προκάλεσε ενθουσιασμό στους 300 και πλέον Κερκυραίους θεατές, που ένιωσαν περηφάνια για τη νέα γενιά του νησιού. Αυτά τα χελιδόνια-φοιτητές προμήνυαν μια νέα άνοιξη μέσα στη βαρυχειμωνιά εκείνης της εποχής. Δεν έλειψαν όμως και οι προστριβές και οι διαφωνίες μεταξύ των διαφορετικών ομάδων συντελεστών. Η παράσταση όμως ήταν ένα γεγονός.
Στην παρακάτω φωτογραφία αριθ. 2 εμφανίζονται τα όμορφα σκηνικά του Σάββα Χαρατσίδη.

Φωτο αρ. 2
Η εξαιρετική επιτυχία του έργου έδωσε ώθηση σε όλους τους συντελεστές του να συνεχίσουν τη θεατρική τους προσπάθεια και το επόμενο έτος. Την 11η Ιουλίου του 1961 ανέβασαν μονόπρακτα, κυρίως ξένων συγγραφέων, όπως των Άντον Τσέχωφ, Μπέρτολτ Μπρεχτ και Τένεσσυ Ουίλιαμς, που συμπληρώνονταν από ένα αντίστοιχο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη. Η παράσταση ανέβηκε τώρα στη σκηνή του «Φοίνικα», με τεράστια τη συμβολή του Φίλιππου Βλάχου από την επιλογή μέχρι την εκτέλεση.
Πρόκειται για συγγραφείς διεθνούς εμβέλειας που τα έργα τους εκφράζουν υψηλές ανθρώπινες αξίες και κοινωνικούς προβληματισμούς, που δένονται μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται με τη δική τους προσφορά το καθένα από την τοποθέτηση του κοινωνικού προβλήματος μέχρι τη λύση του. Ο Τσέχωφ καταγράφει την χαμοζωή μιας επαρχιακής κοινωνίας, όπως σημειώνεται στο πρόγραμμα του Συλλόγου, ενώ ο Μπρεχτ δίνει τα στοιχεία για τη λύση του προβλήματος, αφήνοντας στο θεατή τη δυνατότητα να κρίνει και να επιλέξει. Ο Τένεσσυ Ουίλιαμς εκφράζει την απαισιοδοξία του για την πορεία της ανθρώπινης δυναμικής και ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, ένας θεατρικός κοινωνιολόγος των πτυχών της ελληνικής κοινωνίας, αφήνει χώρο για την ελπίδα.
Στο πρώτο μονόπρακτο, «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού» του Α. Τσέχωφ, πρωταγωνιστεί ο αξέχαστος Φίλιππος Βλάχος (Ιβάν Ιβάνοβιτς Νιούκιν). Στο δεύτερο, «Προς κατεδάφισιν» του Τ. Ουίλιαμς, σε σκηνοθεσία του πολυτάλαντου Φίλιππου Βλάχου και μετάφραση του Μάριου Πλωρίτη, πρωταγωνιστούν ο Ναπολέων Ροδίτης και η Λίτσα Ανδρεοπούλου. Στο τρίτο έργο, «Αυτός και το παντελόνι του» του Ιάκ. Καμπανέλλη, πρωταγωνιστούν ο Φίλιππος Βλάχος (Αυτός) και ο Κώστας Κακαρούγκας (Ο άνθρωπος του εράνου). Στο τέταρτο, «Ο καταδότης» του Μπ. Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Σπύρου Βραχωρίτη, πρωταγωνιστούν οι Λίτσα Ανδρεοπούλου (υπηρέτρια), Φανή Οικονομοπούλου (μητέρα) και Αλέκος Μοναστηριώτης (πατέρας).

Φωτο αρ. 3
Στη φωτογραφία αριθ. 3 απεικονίζονται ο Αλέκος Μοναστηριώτης και η Φανή Οικονομοπούλου από το τελευταίο μονόπρακτο.

Φωτο αρ. 4
Στη φωτογραφία αριθ. 4 παρουσιάζεται μια άλλη σκηνή από το τελευταίο μονόπρακτο, ενώ στη φωτογραφία αριθ. 5 εμφανίζεται η ομάδα συντελεστών από όλα τα μονόπρακτα και από αριστερά διακρίνονται οι: Φανή Οικονομοπούλου, Φίλιππος Βλάχος, Σπύρος Βραχωρίτης, Λίτσα Ανδρεοπούλου, Ναπολέων Ροδίτης, Κώστας Βλάσσης, Ελένη Στόλη, Αλέκος Μοναστηριώτης, Κώστας Κακαρούγκας, Φανή Τσαγκαράκη, …

Φωτο αρ. 5
Και το έργο αυτό απέσπασε ευνοϊκά σχόλια από τους πολυπληθείς θεατές. Βέβαια δεν ήταν απλό εγχείρημα. Απαίτησε πολλές προσπάθειες των μαθητών των δραματικών σχολών και των νέων ηθοποιών ώστε και οι νέοι ερασιτέχνες ηθοποιοί-φοιτητές να αντεπεξέλθουν σε ομολογουμένως τόσο δύσκολους ρόλους, να μη προδώσουν τα χαρακτηριστικά των ηρώων, και ταυτόχρονα να εξισορροπηθούν οι διαφορές ανάμεσα στις δύο ομάδες συντελεστών του έργου. Και εδώ υπήρξαν ευνοϊκά σχόλια στον τοπικό και κεντρικό τύπο αλλά και κάποιες παρατηρήσεις για κάποιες παραλείψεις, που έπρεπε να αποφευχθούν.
Ο τοπικός τύπος έγγραψε κολακευτικά σχόλια για το ανέβασμα των μονόπρακτων, τα οποία προλόγισε θεατρικά ο τότε γενικός γραμματέας της ΔΕΣΠΑ (Διοικούσα Επιτροπή Συλλόγων Πανεπιστημίου Αθηνών) και σήμερα ομότιμος καθηγητής του Πάντειου Πανεπιστημίου και ιδρυτικό μέλος της ΕΜΙΑΝ (Εταιρεία Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας) Γιάνης Γιανουλόπουλος.
Αναλυτικό και εμπεριστατωμένο ήταν το κριτικό άρθρο του Σπύρου Κουρτελέση στην εφημερίδα Νέα Κέρκυρα, ο οποίος εξέφρασε την πίστη του ότι «Οι φοιτηταί μας θα εμφανιστούν με απαιτήσεις σ’ ένα κοινό πανελλήνιο θεατρικά έμπειρο.» Το ίδιο ενθουσιώδη ήταν και τα σχόλια της εφημερίδας Φωνή της Κέρκυρας στο φύλλο της 16ης Ιουλίου 1961.
Μέρος τέταρτο
Η όλη προσπάθεια δεν είχε συνέχεια από το Σύλλογο. Εδώ έχουν εκφραστεί δύο διαφορετικές απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη άποψη, οι συντελεστές ήταν δύο, οι έμπειροι ηθοποιοί των θεατρικών σχολών, οι σκηνοθέτες, ο σκηνογράφος και ο μουσικοσυνθέτης και από την άλλη οι ερασιτέχνες νέοι, Κερκυραίοι φοιτητές. Επρόκειτο για δύο ομάδες που συναντήθηκαν σε μια ευτυχή περίοδο της άνοιξης της τέχνης και της πολιτικής στην Ελλάδα, η οποία προσπαθούσε να αποτινάξει μέσα από σκληρούς αγώνες τη μετεμφυλιακή καταπίεση και να προχωρήσει η χώρα σε μια δημοκρατική λεωφόρο. Οι πορείες των δύο ομάδων γίνονταν αποκλίνουσες, καθώς η πρώτη σε λίγο θα στελέχωνε σημαντικά θεατρικά συγκροτήματα στο κέντρο, ενώ οι φοιτητές έχουν μια χρονικά περιορισμένη σπουδαστική ιδιότητα.
Πρέπει όμως να σκεφθούμε ότι ο Σύλλογος, από τους αρχαιότερους αντίστοιχους της Επτανήσου (ιδρύθηκε τον Νοέμβρη του 1953), δρούσε σε μια δύσκολη περίοδο οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας και για μερικά χρόνια είχε περιπέσει σε αδράνεια. Δεν είναι τυχαίο ότι από τους πρώτους σκοπούς του ήταν «η ανάπτυξις του πνευματικού επιπέδου και η υποστήριξη των συμφερόντων των μελών αυτού». Το 1959 όμως μπαίνει σε μια νέα περίοδο. Τότε, σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη, γίνεται προσπάθεια μαζικοποίησης και αλλαγής των γενικότερων προσανατολισμών του, με ιδιαίτερη στροφή στην προαγωγή των τοπικών προβλημάτων και του κερκυραϊκού πολιτισμού. Αυτή η στροφή σφραγίζεται με την εκλογή ενός προοδευτικότερου Συμβουλίου (1959) και την τροποποίηση του καταστατικού του (1960–1961). Άρα και το θεατρικό εγχείρημα είναι έργο της νέας εμπνευσμένης ηγεσίας που στηρίζεται κυρίως σε μια πολιτική συμμαχία αριστερών και κεντρώων φοιτητών, τη στιγμή που ο Σύλλογος είναι πολύ πιο συνδεδεμένος με την τοπική κοινωνία σε σχέση με άλλους αντίστοιχους συλλόγους. Προφανώς γιατί δέχεται επιρροές και επιδράσεις, όχι πάντα γόνιμες, από διάφορες τοπικές, κοινωνικές και πολιτικές συσσωματώσεις που κατευθύνονται περισσότερο μάλλον από την Αριστερά παρά από το Κέντρο.
Κλείνοντας τις δύο απόψεις δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η επαναδραστηριοποίηση του Συλλόγου Κερκυραίων Φοιτητών συμπίπτει σχεδόν χρονικά με τη μεγάλη άνοδο της αριστεράς το 1958, την οποία θα ακολουθήσει η ανάπτυξη των παρακρατικών οργανώσεων (βλέπε ΕΚΟΦ) και στη συνέχεια θα σχεδιαστεί και θα πραγματοποιηθεί το εκλογικό πραξικόπημα του 1961. Από την άλλη μεριά πρέπει να σημειώσουμε ότι από το 1960 και μετά ενδυναμώνεται και καλύπτει μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων των επτανησιακών φοιτητικών συλλόγων ο Σύλλογος των Επτανησίων Φοιτητών και κατόπιν η ΟΤΣΣΕ (Ομοσπονδία Τοπικών Σπουδαστικών Συλλόγων Ελλάδας).
Τέλος η άποψή μας είναι ότι και υποδόρια η παράδοση του επτανησιακού πολιτισμού και του παλιού επτανησιακού θεάτρου είχε κάποια επίδραση στην εκκίνηση του όλου εγχειρήματος, αν και εδώ υπάρχουν αντίθετες απόψεις.
Συμπεράσματα
Ολοκληρώνοντας τη σημερινή εισήγηση θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι ίσως δεν μπορούμε να μιλάμε για φοιτητικό κερκυραϊκό θέατρο στις αρχές της δεκαετίας του ’60 με την αυστηρή έννοια του όρου. Πρόκειται όμως για μια συνεκτική θεατρική προσπάθεια, για ένα βραχύβιο αλλά πρωτοπόρο θεατρικό φοιτητικό εγχείρημα, το οποίο υπερείχε πολλών άλλων παρόμοιων φοιτητικών πρωτοβουλιών την ίδια περίοδο και το οποίο άφησε τα ίχνη του και τη συμβολή του στη μεταγενέστερη θεατρική παραγωγή της χώρας και χρωμάτισε αξιόλογες προσπάθειες, που δεν είχαν αίσιο τέλος λόγω της επιβολής του χουντικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου του 1967.
Τέλος, χρειάζεται να μνημονεύσουμε ιδιαίτερα τον θεατράνθρωπο, και όχι μόνο, Φίλιππο Βλάχο και τον μουσικοσυνθέτη Άκη Καβαλλιεράτο, που χάθηκαν τόσο πρόωρα.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
Α. ΑΡΧΕΙΑ
Δημόσια Αρχεία:
- Πρωτοδικείο Κέρκυρας, Βιβλία αναγνωρισμένων Σωματείων 1950–1962
Ιδιωτικά Αρχεία:
- ΕΜΙΑΝ, Συλλογή Γιάνη Γιανουλόπουλου (κουτί 7, φάκελος 43, Τοπικοί Φοιτητικοί Σύλλογοι)
- ΕΜΙΑΝ, Συλλογή Αριστείδη Μανωλάκου (κουτί 5, φάκελος 8, Τοπικοί Φοιτητικοί Σύλλογοι)
- Φωτογραφικές συλλογές Αλέκου Μοναστηριώτη και Κώστα Βλάσση.
Β. Ατομικές συνεντεύξεις
Γ. Βιβλία:
- Ευαγγελάτος Σπύρος, Ιστορία του θεάτρου εν Κεφαλληνία 1600–1900, Αθήνα 1970
- Καπαδόχος Δημήτριος, Το θέατρο της Κέρκυρας στα μέσα του ΙΘ΄ αιώνα, Αθήνα 1991
- Κοντομίχης Πανταζής, Το νεοελληνικό θέατρο στη Λευκάδα 1800–1900, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2003
- Προγράμματα Γιορτών Λόγου και Τέχνης Λευκάδας 1955–2012, έκδ. Δήμου Λευκάδα, Λευκάδα 2012
Δ. Άρθρα:
- Ξανθουδάκης Χρήστος, «Η μουσική στη Κέρκυρα» στο Κέρκυρα, Εγχειρίδιο τοπικής ιστορίας. Εκδόσεις Ιονίου Πανεπιστημίου, Κέρκυρα 2000.
- Πυλαρινός Θεόδωρος, «Η πνευματική ζωή στην Κέρκυρα» στο Κέρκυρα, Εγχειρίδιο τοπικής ιστορίας, ό.π.
- Ρώμας Διονύσιος, «Το επτανησιακό θέατρο», περιοδικό Νέα Εστία, 1964, σ. 7–167.
- Τζουγανάτος Δημήτριος, «Τα θέατρα στα Επτάνησα και ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά πριν από την Ένωση», Επτανησιακό Ημερολόγιο 1963, τόμος 3, σ. 177–187.
- Χρήστου Θάνος, «Η τέχνη στην Κέρκυρα» στο Κέρκυρα, Εγχειρίδιο τοπικής ιστορίας, ό.π.
Ε. Εφημερίδες και λοιπά περιοδικά:
- Δρόμοι της Ειρήνης, 1961.
- Πανσπουδαστική τχ. 30/1961 «Οι φοιτητές στην επαρχία» σ. 6–7 και τχ. 32/1961 «Ο Μπρέχτ» σ. 12–13.
Εφημερίδες της Κέρκυρας:
- Τηλέγραφος, 1959–1960
- Νέα Κέρκυρα, 1961
- Φωνή της Κέρκυρας, 1961
*Το παραπάνω κείμενο στηρίζεται σε εισήγηση που έγινε στο Ι’ Διεθνές Πανιόνιο Συνέδριο, Κέρκυρα Μάιος 2014.

