Ομιλία του Στέφανου Στεφάνου
«Εγώ κι αυτά τα μικρά παιδιά θα μείνουμε εδώ, θα δώσουμε τη μάχη για μας και για τους άλλους», απάντησε η μάνα στην πρόταση που της έγινε να δώσει τα παιδιά της να τα πάνε στις λαϊκές δημοκρατίες για να σωθούν από το παιδομάζωμα της Φρειδερίκης. Και συμπληρώνει ο Θανάσης στο τέλος του πρώτου μικρού αφηγήματος του βιβλίου για το οποίο μιλούμε απόψε: «Μείναμε, ριζώσαμε σε κείνη τη γη μας, σε κείνο το μικρό κήπο του σπιτιού. Ανοίξαμε ένα πηγάδι για να έχουμε νερό, φυτέψαμε δέντρα και στην άκρη του φράχτη βγήκε ένας μάης, έτσι ώστε να φτιάχνουμε, μαζί με άλλα λουλούδια, το στεφάνι κάθε Πρωτομαγιάς»!
Είναι το μισό βιβλίο οι δυο αυτές φράσεις. Ο μισός βίος του Θανάση, μαζί με την οικογένεια. Μια οικογένεια που διάλεξε το δρόμο της αντοχής και του αγώνα για να φυλάξει, να προστατέψει τον τόπο της από τις συμφορές και τις θεομηνίες. Χτυπημένη από την άγρια ξένη κατοχή, και κατόπι από μια εξίσου άγρια και πολύ διαρκέστερη ξένη επέμβαση. Στερημένη την ελευθερία της και τις μικρές στιγμές ευτυχίας, διεκδικώντας συνεχώς το δικαίωμα να στολίζει την πόρτα της με ένα στεφάνι από μάηδες, έστω κάθε Πρωτομαγιά. Στερημένη τον πατέρα της, στην αρχή φυλακωμένο από την ντόπια φασιστική δικτατορία, και τελικά σκοτωμένο από τους «δικούς» του, με τους οποίους συνεργάστηκε στο ΕΑΜ εναντίον του ναζιστή κατακτητή. Του πατέρα που είχε κερδίσει την αναγνώριση από τον Καστίγια, τον Ιταλό αξιωματούχο, τον αντίπαλο, αλλά δεν μπόρεσε να γλιτώσει το βόλι του συναγωνιστή.
Στη γη του αφοσιωμένος ο Θανάσης. Ο μισός, στη μισή ζωή του, στο νησί του, τη Λευκάδα κι ο άλλος μισός στην ευρύτερη πατρίδα, στη βασανισμένη γη της Ελλάδας. Μεγαλώνοντας, εκείνα τα ζόρικα χρόνια ανάμεσα στο ΄40 και το ΄50, τα χρόνια της ορφάνιας, της στέρησης, των σεισμών και των θεομηνιών μαζί με τον φτωχό παιδόκοσμο της πόλης, της Χώρας· τα παιδιά που προσπαθούσαν να παίξουν κλοτσώντας ένα πάνινο τόπι. Μα ο Θανάσης δεν είχε καιρό για κλοτσοσκούφι −έπρεπε να δουλέψει για να στηρίξει το φτωχόσπιτο. Πριν από τα δέκα του ακόμα, παιδί για όλες τις δουλειές στου Τσικρίκου, κατόπι μικρός εργάτης στο βιβλιοπωλείο-υφασματάδικο που συγχρόνως πουλούσε και βαφές του Θέρμου και στα γυμνασιακά του χρόνια υπάλληλος στο υποδηματοπωλείο του Γιαννουλάτου, σχεδόν τσαγκάρης σαν τον πατέρα του. Ο Θανάσης, ένα από τα χιλιάδες μικρά παιδιά της Κατοχής που έδεσαν κόκαλο και σήκωσαν μπόι σ’ εκείνα τα δύσκολα, μετά την πολεμική δεκαετία του ’40, χρόνια και μες στα παιχνίδια τους έχωναν και χώνευαν μνήμες από περασμένες πολεμικές συγκρούσεις και απόηχους από σύγχρονα πολιτικά γεγονότα, σαν την «κατάληψη» του Δυτικού Βερολίνου από τους πιτσιρικάδες στην αυλή του σχολείου· τα παιδία της Λευκάδας που στις εκλογές του 1952 φώναζαν: ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΗΣ ΚΟΡΕΑΣ.
Είναι άκρως ενδιαφέροντα αυτά τα στιγμιότυπα από την παιδική ζωή σε μια νησιώτικη επαρχιακή πόλη εκείνους τους καιρούς. Γεμάτα παραδείγματα αντοχής και κουράγιου, και συγχρόνως πρώιμης ωρίμανσης μέσα σε δύσκολες συνθήκες, χωρίς όλ’ αυτά να διώχνουν τον αυθορμητισμό και την ανεμελιά της ηλικίας.
Λίγα πράγματα ήξερα για τη Λευκάδα, πριν ανταμώσω στη ζωή μου το Θανάση. Ώς την εφηβεία μου κάτι από διαβάσματα για κάποιους πνευματικούς ανθρώπους της: το Βαλαωρίτη και το Σικελιανό στην ποίηση, τον Κατηφόρη από τους πεζογράφους. Στις φυλακές της Κεφαλλονιάς, στα είκοσι μου χρόνια, έσμιξα με Λευκαδίτες πολιτικούς κρατούμενους, βαρυποινίτες κυρίως: το Ματαφιά, έναν μπουρανέλο (= κάτοικο της Χώρας) τυπογράφο, επαρχιώτη λόγιο με κλίση στη φιλοσοφία, δυο επονίτες θανατοποινίτες −τον Αλέκο και το Σπυράγγελο, πειραχτήρια όσο δε γίνεται, δυο δασκάλους από την Εγκλουβή κι από τον Αλεξάνερο νομίζω, και το σεβάσμιο γέροντα ιερέα παπά-Στάθη Κτενά, εθνοσύμβουλο του νησιού από τις κατοχικές εκλογές της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης −της «κυβέρνησης του Βουνού»− το 1944. Κάτι έμαθα απ΄αυτούς, κυρίως για την αγωνιστική ιστορία του νησιού. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 ξεμπάρκαρα μετεκτοπισμένος από τον Αϊ– Στράτη στην Αθήνα, γνωρίστηκα με αρκετούς Επτανησιώτες φοιτητές και νυχτερινούς μαθητές, ανάμεσά τους και με το Θανάση. Τότε έμαθα κάτι περισσότερα γι’ αυτή τη νησιώτικη περιοχή και την πνευματική της κίνηση. Λ.χ. για τις «Εορτές Λόγου και Τέχνης» στη Λευκάδα.
Στο βιβλίο του ο Θανάσης κάνει μια σχετική φευγαλέα αναφορά. Λέει, κλείνοντας ένα τετρασέλιδο αφήγημα για τις εκλογές του 1952:
«Από τις εκλογές και μετά άρχισε η ένταση της αστυνομικής καταπίεσης· συλλήψεις τη νύχτα, νέες εξορίες, αλλά ταυτόχρονα και η γέννηση ενός ρωμαλέου πολιτικού κινήματος με αιχμή τον πολιτισμό. Ήταν η ώρα της γέννησης των “Εορτών Λόγου και Τέχνης” και αργότερα του “Διεθνούς Φεστιβάλ Λαϊκών Χορών”».
Αυτό μου θύμισε πως κάποιοι από μας, τους παλιούς αριστερούς, είχαμε μια ιδιαίτερη ευαισθησία στα πολιτιστικά· μόνο που στην αρχή τα αντιμετωπίζαμε ως καταφυγή, όπως λέει και ο Θανάσης: «…μετά άρχισε η ένταση της αστυνομικής καταπίεσης». Αργήσαμε ν’ ανακαλύψουμε το αυτονόητο· πως ο πολιτισμός είναι η ίδια η ουσία του κινήματός μας, η ουσία του «τελικού σκοπού». Διότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να είναι μόνο η αλλαγή των υλικών −οικονομικών− όρων ζωής. Αυτό είναι η προϋπόθεση. Ο σκοπός είναι η ευημερία, δηλαδή η ευτυχία του ανθρώπου, που σημαίνει ένας νέος πολιτισμός.
Εννοείται ότι τα περί «καταφυγής» δεν ισχύουν καθόλου για τις εκδηλώσεις που αναφέρει ο Θανάσης. Εκεί επρόκειτο, νομίζω, περί χαρακτηριστικών περιπτώσεων πολιτισμικού κινήματος −με τα όλα του.
Οι δυο σεισμοί του ‘48 και του ‘53, δίνουν την ευκαιρία να εκδηλωθεί η θερμή αλληλεγγύη των απλών ανθρώπων. Σε μια μικρή πόλη όπου το 1942 τα 80% των σπιτιών κατέπεσαν, ποιος ποιον πρώτα να νοιαστεί και να βοηθήσει. Κι όμως οι φτωχοί ξέρουν να κόβουν από το υστέρημά τους για να προσφέρουν, με την καρδιά τους, στον ρημαγμένο. Όσο για την εξουσία, αυτή βρίσκει πάντα τρόπο να δείξει την κακομοιριά της. Τέτοιο είναι ένα περιστατικό που αναφέρει το βιβλίο για το σεισμό του 1953: Άνθρωποι της ΕΔΑ Κεφαλλονιάς οργάνωσαν μεγάλες ομάδες συμπαράστασης, αλλά η Ασφάλεια του Αργοστολιού τούς εμπόδισε να προσφέρουν ό,τι είχαν συγκεντρώσει στους χτυπημένους από τον Εγκέλαδο. Κι αυτό δίνει την αφορμή στο Θανάση να θυμηθεί ένα ανάλογο περιστατικό που συνέβη στους Λαμπράκηδες, όταν το 1965 επισκέφθηκαν δυο κατεστραμμένα από το σεισμό χωριά της Αρκαδίας.
Το βιβλίο προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για την ελληνική ύπαιθρο της μετεμφυλιοπολεμικής εποχής. Τις ανείπωτες δυσκολίες να εξασφαλίσει τα λίγα μέσα στοιχειώδους επιβίωσης η αγροτική και η μικροαστική οικογένεια. Και συγχρόνως τις συνθήκες μέσα στις οποίες μεγαλώνει και ωριμάζει μια μεταπολεμική γενιά, που θα βάλει τη σφραγίδα της, τη δεκαετία του ‘60 και μετά, και θα εμποτίσει με την ψυχική της θέρμη ένα αξιόλογο κοινωνικό και πολιτικό κίνημα για τη δημοκρατία και τον πολιτισμό. Το πολιτικό τους πλαίσιο είναι οι αλλεπάλληλες βουλευτικές εκλογές της δεκαετίας −πέντε τον αριθμό− και οι τοπικές δημοτικές και κοινοτικές εκλογές· είναι ο εθνικός ξεσηκωμός για το Κυπριακό. Και η κοινωνική τους ώθηση, τα προβλήματα του κόσμου, ιδιαίτερα της νεολαίας. Έτσι το 1956 η απήχηση του μαθητικού κινήματος του Κέντρου φτάνει ώς το ιόνιο νησί. Οι μαθητές της μέσης εκπαίδευσης κινητοποιούνται κατά της αύξησης των τελών εγγραφής και των διδάκτρων. Και δεν περιορίζονται σε απλές φωνές διαμαρτυρίας. Οργανώνονται με υποδειγματικό τρόπο: Τριμελείς επιτροπές σε κάθε τάξη, διασχολική επιτροπή πενταμελής, υπομνήματα προς όλες τις δημόσιες αρχές με τα μαθητικά αιτήματα. Σύνδεση με το μαθητικό κίνημα της πρωτεύουσας. Διακινείται από τη διασχολική επιτροπή πρωτόκολλο τιμής για τη συμμετοχή σε τριήμερη απεργία που είχε εξαγγελθεί. Το 80% των μαθητών υπογράφει. Εξαίρεση μόνο κάποιες μαθήτριες του Κατηχητικού, που τελικά, χάρις στα αποτελεσματικά πρακτικά μέτρα της επιτροπής και στην υποστήριξή τους από τους μαθητές, και αυτές, έτσι ή αλλιώς, συμμετέχουν στην απεργία. Πρωτοφανής η επιτυχία της σε μια μικρόπολη της δυτικής άκρης της χώρας.
Πίσω από το κίνημα αυτό διακρίνουμε τον πολιτικό πυρήνα, τον εμπνευστή. Είναι παιδιά της παράνομης ΕΠΟΝ. Ο Θανάσης ρίχνει στο χαρτί κάποια ονόματα· «πρεσβύτερων» και νεότερων, που κάποιους −τους περισσότερους− θα τους συναντήσουμε σε διακριτούς ρόλους, αργότερα, στο μεγάλο κίνημα φοιτητών-μαθητών-εργαζομένων στις αρχές της δεκαετίας του ’60, το κίνημα του 1–1-4 και του 15% για την παιδεία. Περιγράφει και τα συνωμοτικά μέτρα λειτουργίας αυτής της μικρής αλλά δραστήριας και αποτελεσματικής ομάδας. Έτσι αρχίζει ξανά −ύστερα από την πρώτη πενταετία του ‘40− μια παράδοση μαθητικού κινήματος σε μια μικρή πόλη της άκρας Ελλάδας, που θα φτάσει, το 1963, ώς την απεργία συμπαράστασης των μαθητών «στη μεγάλη απεργία των καθηγητών που η καθολική της επιτυχία ανάγκασε την κυβέρνηση να χρησιμοποιήσει το αντιδημοκρατικό όπλο της πολιτικής επιστράτευσης», όπως σημειώνει ο συγγραφέας.
Και ο Θανάσης −μικρός τότε λογιστής με κοντά παντελόνια, απόφοιτος δι’ αλληλογραφίας της σχολής Κοντολέφα− είναι μέσα. Όπως θα είναι μέσα και στη μικρή, μισοπαράνομη στη λειτουργία της, Νεολαία ΕΔΑ μετά τις εκλογές του 1958. Ώσπου έρχεται η ώρα να φύγει από το γενέθλιο μικρότοπο. Φεύγει και ξανάρχεται και πάλι φεύγει.
«Με θυμάται να φεύγω πάντα», γράφει κάπου για την «ξανθιά συμμαθήτρια», που θα γίνει ο σύντροφος της ζωής του. Τώρα ο Θανάσης θα γίνει −όπως και κάποιοι άλλοι από μας− «γυρολόγος» του κινήματος. Θα τον γνωρίσει κάπου η μισή Ελλάδα να πηγαίνει από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη. Οργανωτής και αγκιτάτορας, και συγχρόνως μελετητής των προβλημάτων −ιδιαίτερα των αγροτών, των ξωμάχων, που πρωτογνώρισε και αγάπησε στο νησί του. Είναι η πρώιμη προπαίδεια ενός εργατικού μαθητή, που θα τον γνωρίσουμε αργότερα σοφό επιστήμονα, εμπνευσμένο δάσκαλο για χρόνια και χρόνια χιλιάδων σπουδαστών. Αμετανόητο εραστή του όμορφου και λεβέντικου νησιού του, εραστή και ακούραστο εργάτη της κοινωνικής αλλαγής, της ισόβιας έγνοιας μας για ένα ευτυχισμένο μέλλον των ξωμάχων και των ψαράδων, των δουλευτάδων της πόλης, όλων των ανθρώπων που παράγουν το υλικό και πνευματικό αγαθό, χωρίς να μπορούν συνήθως να απολαύσουν το αποτέλεσμα του κόπου τους.
Αλλά η περίπτωση του Θανάση παρουσιάζει και μια, όχι συχνή, ιδιαιτερότητα, μια δύσκολη ιδιαιτερότητα, όχι μόνο για το Θανάση. Που, όσο και αν μας καίει το λαρύγγι, όσο κι αν μας πονάει το στήθος, δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε, να την αποσιωπήσουμε. Είναι ο χαμός του πατέρα. Ο Γιώργος Καλαφάτης, από τους πρώιμα συνειδητοποιημένους εργάτες του τσαγκαράδικου πάγκου, διάλεξε νωρίς το δρόμο της πάλης για την κοινωνία της ισότητας και της αλληλεγγύης. Μόνο που προτίμησε μιαν άλλη κατεύθυνση, διαφορετική από εκείνη που ακολουθούσε, πριν από τον πόλεμο, η ορθόδοξη πλειοψηφία του ελληνικού κομουνισμού. Τη γραμμή που υποστήριζε το περιοδικό Αρχείο του Μαρξισμού. Και αυτό του κόστισε τη ζωή. Παρότι στη διάρκεια της Κατοχής συμφώνησε με την εθνικοαπελευθερωτική γραμμή του ΕΑΜ και το υπηρέτησε πιστά και γόνιμα ως οργανωτικός γραμματέας Λευκάδας, η ηγεσία του ΚΚΕ διέταξε την εξαφάνιση του. Αυτό μπορούσε να οδηγήσει την οικογένεια στην αγκαλιά του αντίπαλου· και το Θανάση τουλάχιστον στη αδράνεια, όπως συνέβη σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις.
Όμως οι Καλαφάτηδες είναι από γερό υλικό· που αντέχει στις δοκιμασίες, ακόμα κι αν οφείλονται σε στραπάτσα των δικών μας. Άντεξε η οικογένεια. Δεν απέδωσε το κακό στην ιδέα, ούτε στο λαό που ακολουθούσε το δρόμο της ιδέας. Και όχι μόνο άντεξε στον πόνο που μπορούσε να γίνει οργή, αλλά κατάφερε να τον κάνει γνώση, ορθό προσανατολισμό δράσης. Κι αυτός είναι ακόμα ένας λόγος που αξίζουν το σεβασμό και την εκτίμηση μας η οικογένεια κι ο Θανάσης.
Όσο για μας, τους παλιότερους κομουνιστές της γενιάς της Κατοχής, της γενιάς περίπου του Γιώργου Καλαφάτη, εμάς που στηρίξαμε, είτε από άγνοια είτε από ατολμία, τέτοιες συμπεριφορές της τότε ηγεσίας μας, οφείλουμε όχι μόνο σεβασμό και εκτίμηση, αλλά μια θερμή αίτηση συγνώμης για το παράπτωμά μας πρέπει να υποβάλουμε. Ας είναι αυτή η αποστροφή μια απόπειρα αναγνώρισης της ευθύνης μας για ό,τι στραβό συνέβη τότε και μια έκκληση στους σημερινούς συντρόφους να διδαχτούν από τα λάθη μας.
Ήθελα να πω δυο λόγια και για τις εικόνες του φίλου Γιάννη Ψυχοπαίδη που κοσμούν την έκδοση. Να μη βαρύνουμε το χρόνο. Δυο λόγια μόνο: όπως συχνά, όπως πάντα θα ΄λεγα, ξέρει ο Γιάννης να μας δένει με το παρελθόν μας. Να μας θυμίζει τα πάθη μας και τα κλέη μας. ‘Έτσι κι εδώ, παιδιά φτωχοντυμένα μα στητά και έφηβοι μπροστά σε ρημαγμένα σπίτια μάς κοιτάζουν κατάματα για να μας θυμίσουν το μέλλον μας. Ως προσμονή και ως καθήκον. Ως κουράγιο. Δεν είναι λίγα, λένε, όσα περάσαμε και δεν είναι λίγα όσο καταφέραμε. Γιατί να μην τα καταφέρουμε και τώρα;
Σας ευχαριστώ και τους δυο!
Να ’σαι καλά, Θανάση· με το μυαλό, με την καρδία με το κουράγιο σου. Σε αγαπούμε, σύντροφε!
Να ’σαι καλά, Γιάννη. Να μας διδάσκεις πάντα με τη σφριγηλή γραφίδα σου!
ΣΥΓΝΩΜΗ φίλοι
ΣΥΓΝΩΜΗ σύντροφοι.