Ομιλία του Νίκου Θεοτοκά
Ο Θανάσης Καλαφάτης γεννήθηκε αριστερός. Τον πατέρα του Γιώργο, παλιό κομμουνιστή, τσαγκάρη το επάγγελμα και μέλος της γραμματείας του Ε.Α.Μ. Λευκάδας, δεν τον σκότωσαν οι φασίστες κατακτητές ούτε οι συνεργάτες τους. Τον σκότωσαν οι δικοί του. Τον κάλεσαν από τη Λευκάδα στο βουνό, στην Ελεύθερη Ελλάδα, και τον εκτέλεσαν στην Ευρυτανία –μαζί με άλλους συντρόφους του συνδικαλιστές– ως εχθρούς του λαού. Εν ψυχρώ, χωρίς δίκη. Το έγκλημά του συμπυκνώθηκε σε μία λέξη: «Αρχειομαρξιστής». Η τρίτη ιστορία του βιβλίου αναφέρεται, με τον αέρινο τρόπο του Θανάση, στη μνήμη που άφησε αυτό το έγκλημα. Τέσσερις πετρούλες σφιχτοδεμένες σ’ ένα κομμάτι πανιού, δείγμα της καρδιάς, της αγάπης και της αφοσίωσης στον αγώνα για έναν νέο κόσμο.
Ο Θανάσης, λοιπόν, γεννήθηκε αριστερός, σε μια οικογένεια αριστερών που την ορφάνεψε το κόμμα. Μια οικογένεια απ’ όπου κληρονόμησε το σεμνά ανυποχώρητο πείσμα του, την ευγενική του αγωνιστικότητα, την αξιοπρέπεια που ξεχειλίζει από κάθε έκφραση της παρουσίας του και που την έχει πολύ ακριβά πληρωμένη.
Μετά το σκοτωμό του πατέρα, η μάνα του κι η θεία του κράτησαν τα ορφανά στη Λευκάδα, μακριά από τις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, μακριά από το κομματικό παιδοφύλαγμα.
- Εγώ κι αυτά τα μικρά παιδιά θα μείνουμε εδώ, θα δώσουμε τη μάχη και για μάς και για τους άλλους, δήλωσε η μάνα στο κόμμα.
***
Από μικρό παιδί ο Θανάσης χώθηκε στις οργανώσεις της Αριστεράς στο νησί, πρωταγωνίστησε στις μαθητικές κινητοποιήσεις, στις διεκδικήσεις για την κατάργηση των εκπαιδευτικών τελών. Ήταν, όπως το γράφει, οι καιροί όπου τα παιδιά γίνονταν «μεγάλοι, από τη μια στιγμή στην άλλη».
Συμμετέχοντας στις παιδικές ομάδες ποδοσφαίρου με το πάνινο τόπι, εξελίχθηκε σε φοβερό τερματοφύλακα, όπως τον θυμούνται οι συγκρατούμενοί του στις φυλακές της δικτατορίας. Εξελίχθηκε, όμως, και σε φοβερό οργανωτικό στέλεχος που, αργότερα, θα αναλάβει σημαντικές οργανωτικές ευθύνες στο νεολαιίστικο κίνημα.
Χρειάζεται, εδώ, να ειπωθούν κάποια ελάχιστα για το συγγραφέα.
Τελειώνοντας το σχολείο στη Λευκάδα και μη διαθέτοντας το αναγκαίο πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων για να γίνει δεκτός στο πανεπιστήμιο, ο Θανάσης Καλαφάτης έβαλε στόχο την Ανωτάτη Εμπορική. Ήρθε στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1959, να γραφτεί σε φροντιστήριο για να δώσει εξετάσεις στη Σχολή. Το ακαδημαϊκό έτος 1959–1960 ήταν πρωτοετής φοιτητής, ενταγμένος στη Νεολαία της ΕΔΑ. Παραμονές πρωτομαγιάς του ’61 ξυλοκοπήθηκε τόσο, που βρέθηκε στο νοσοκομείο. Η αστυνομία κατέγραψε ότι πήρε φόρα και χτύπησε το κεφάλι του σ’ έναν στύλο. Από τότε, βλέπετε, οι στύλοι και οι ζαρντινιέρες είχαν μια ορισμένου τύπου θερμή σχέση με τους διαδηλωτές.
Πέρα από την πολιτική δουλειά στο φοιτητικό σωματείο, από το 1960 ώς το1963 διετέλεσε γραμματέας του συλλόγου Λευκαδίων Σπουδαστών και, το 1963, έγινε μέλος της Διοίκησης της Ομοσπονδίας Τοπικών Σπουδαστικών Συλλόγων Ελλάδας (με την ευκαιρία, μένει να αναζητηθούν, να αναδειχθούν και να αξιοποιηθούν τα υλικά και οι μαρτυρίες για τις «εθνικοτοπικές»).
Δουλεύοντας από τα χρόνια που ήταν στο σχολείο, γράφτηκε στο Σύλλογο Εργαζομένων Φοιτητών. Και το 1962 εξελέγη μέλος της διοίκησής του. Τον ίδιο καιρό και ώς το 1963 ήταν μέλος του γραφείου της Σπουδάζουσας της Νεολαίας της ΕΔΑ.
Συμμετείχε στις διεργασίες –και στις αντιθέσεις– που σφράγισαν την πρώτη φάση των Λαμπράκηδων και, κατόπιν, την ίδρυση της Νεολαίας Λαμπράκη. Το 1965 εξελέγη μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, διετέλεσε υπεύθυνος για τις περιφερειακές οργανώσεις της Ανατολικής Πελοποννήσου, της Ανατολικής Στερεάς και ήταν υπεύθυνος του αγροτικού γραφείου, με έδρα τη Θεσσαλονίκη.
Τον Οκτώβριο του 1966 παρουσιάστηκε φαντάρος στο κέντρο νεοσυλλέκτων της Κορίνθου. Από λάθος των υπηρεσιών, μπορούμε να υποθέσουμε, διότι απ’ το συγκεκριμένο κέντρο επιλέγονταν κατά πλειονότητα οι δόκιμοι έφεδροι αξιωματικοί. Πρώτα, λοιπόν, πέρασε την πύλη του στρατοπέδου ο Θανάσης κι έπειτα παρουσιάστηκε ο φάκελός του. Με το που είδαν στο Α2 τον όγκο του φακέλου, έφτιαξαν τα χαρτιά για να μετατεθεί αμέσως στην Καλαμάτα. Με τα μιάσματα. Φθάνοντας –καθυστερημένος σε σχέση με τη σειρά του– στο νέο στρατόπεδο, αρνήθηκε ευγενικά να περάσει την ταχύρυθμη εκπαίδευση υπογράφοντας τη γνωστή δήλωση κατά των αντεθνικώς δρώντων. Κι όχι μόνο αρνήθηκε να λογικευτεί και να μεταμεληθεί, αλλά άρχισε και να «δρα αντεθνικώς» στο εσωτερικό του στρατού, υποστηρίζοντας συντρόφους που αντιμετώπισαν προβοκάτσιες και βία. Μάλιστα, έπειτα από ένα περιστατικό, τηλεφώνησε από δημόσιο χώρο της πόλης στα γραφεία της ΕΔΑ, μίλησε φωναχτά και όταν, λίγες μέρες μετά, το θέμα καταγγέλθηκε από την Αυγή και ο Μπριλάκης είπε στη Βουλή ότι το κέντρο νεοσυλλέκτων της Καλαμάτας θυμίζει Μακρόνησο, ο Θανάσης, αφού αναπαύθηκε στο κρατητήριο, πήρε μετάθεση για Πολίχνη Θεσσαλονίκης και Λαγκαδά. Εκεί ο διοικητής, είχε την καλοσύνη να τον ξεναγήσει στην πλούσια μαρξιστική βιβλιοθήκη του Β´ Τάγματος κι έπειτα τον έστειλε στο πριονιστήριο. Κάποτε που έσπασε η πριονοκορδέλα, κατηγορήθηκε για σαμποτάζ και, τον χειμώνα του ’67, βρέθηκε να κάνει βόλτες στα βουλγαρικά σύνορα, για να καταλήξει στο πειθαρχικό Τάγμα 516 στην Ξάνθη.
Στο 516 ήρθε σε επαφή με στρατευμένους συντρόφους. Ξανά πιέσεις, προβοκάτσιες, εκβιασμοί για να σπάσουν οι στρατευμένοι νεολαίοι. Και, από την άλλη, ανασύνταξη των δικτύων, προώθηση πληροφοριών προς την οργάνωση. Ο Θανάσης ανακρίνεται, ξεκουράζεται και πάλι στο πειθαρχείο κι έπειτα, μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, στήνεται κατηγορία, με βάση το νόμο 509/1947, για διακίνηση υλικού στο στρατόπεδο με έκδηλο σκοπό «την διά βιαίων μέσων ανατροπήν του Πολιτεύματος» και προσηλυτισμό.
Τον Αύγουστο του 1967, έχοντας καταδικαστεί από το Στρατοδικείο σε 4,5 χρόνια φυλακή, ο Καλαφάτης φυλακίζεται στην Καβάλα μέχρι το βασιλικό πραξικόπημα του Δεκεμβρίου. Ακολουθεί, τον Ιανουάριο του 1968, η μεταγωγή του στις φυλακές της Αλικαρνασσού. Εκεί συναντά κρατούμενους από τις οργανώσεις της Θεσσαλονίκης. Μετά την άφιξη μεγάλου αριθμού γυναικών κρατουμένων και εκτοπισμένων από τη Γυάρο, λόγω έλλειψης χώρων, ο Καλαφάτης θα μεταχθεί στην Αίγινα, σε μια από τις ακτίνες πολιτικών κρατουμένων. Εκεί, τον Μάρτιο του 1968, προσχώρησε στο ΚΚΕ Εσωτερικού. Έπειτα από ένα επεισόδιο, θα βρεθεί –υπό άθλιες συνθήκες– για λίγο καιρό στις φυλακές της Λευκάδας. Ξανά μεταγωγή στου Αβέρωφ, όπου ανακατεύεται με την έκδοση και διακίνηση των περίφημων χειρόγραφων τετραδίων, εκείνου του «μικρού εκδοτικού θαύματος», όπως το λέει ο ίδιος, ενός περιοδικού ανανεωτικών προσανατολισμών που γραφόταν και κυκλοφορούσε παράνομα –και με μεγάλο ρίσκο– στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού από το 1969 ώς το 1973.
Τον Φεβρουάριο του 1972 έχει εκτίσει την ποινή του και απολύεται από τις φυλακές Κορυδαλλού. Ακριβέστερα, κατατάσσεται πάλι στο στρατό για να ολοκληρώσει τη θητεία του. Και αυτός και ο φάκελός του. Του δίνουν ένα χρόνο αναβολή για να ολοκληρώσει τις σπουδές του και, όταν οι συγκρατούμενοί του θα απολυθούν από τις φυλακές με την αμνηστία του 1973, εκείνος θα ξαναστρατευθεί. Στο στρατό, με δεδομένες τις εξελίξεις στο φοιτητικό κίνημα, του αρνούνται άδεια ορκωμοσίας, για να μην ξανάρθει σε επαφή με τους εχθρούς της πατρίδος. Κι εκείνος, αφού μελετά τους κανονισμούς, ζητά και πετυχαίνει να τον ορκίσει ο ίδιος ο διοικητής της μονάδας ως πτυχιούχο της Εμπορικής.
Τα άλλα είναι γνωστά. Μετά τη δικτατορία γίνεται βοηθός στην Ανωτάτη Βιομηχανική, εκλέγεται μέλος του Δ.Σ. και πρόεδρος του Συλλόγου ΕΔΠ, συμμετέχει στους οξύτατους συνδικαλιστικούς αγώνες της εποχής, μπλέκεται με τα περίφημα σεμινάρια οικονομικής ιστορίας του Ιστορικού Αρχείου της Εθνικής Τράπεζας, καταφέρνει να φύγει για το Παρίσι, όπου κάνει ένα DEA οικονομικής ιστορίας στην EHESS, ολοκληρώνει, τέλος, τη διδακτορική του διατριβή στην Πάντειο ΑΣΠΕ.
Ο Θανάσης Καλαφάτης είναι ένας πολύ σημαντικός μελετητής και δάσκαλος στο πεδίο της οικονομικής ιστορίας, αναγνωρισμένος από την κοινότητα των ιστορικών. Από το τρίτομο έργο αναφοράς, Αγροτική πίστη και οικονομικός μετασχηματισμός στη Βόρεια Πελοπόννησο, που εξέδωσε από το 1990 ώς το 1992 το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, μέχρι τις σημαντικές συμβολές του στο ογκώδες συλλογικό έργο Οικονομική Ιστορία του Ελληνικού Κράτους: Οικονομικές λειτουργίες και επιδόσεις, πού τυπώθηκε σχετικά πρόσφατα (2011) από το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς. Αφυπηρέτησε ως αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιά και, εδώ και κάποια χρόνια, διδάσκει ως εντεταλμένος καθηγητής στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Τμήματος Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης του Παντείου Πανεπιστημίου. Σήμερα είναι πρόεδρος της Εταιρείας Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας, της πολύ γνωστής μας ΕΜΙΑΝ. Και από τις θέσεις αυτές ασκεί το σπάνιο στις μέρες μας έργο, αυτό που ο Σπύρος Ασδραχάς ορίζει ως προαγωγή και ως διδασκαλία της έρευνας.
***
Σας κούρασα και για το βιβλίο δεν είπα ακόμα λέξη. Κάποτε, όμως, θα πρέπει να υποβάλουμε τον Θανάση Καλαφάτη στη δοκιμασία να ακούσει δημόσια λίγα από τα πολλά που οφείλουμε σ’ αυτόν τον παλιάς κοπής αριστερό, τον εκτός συρμού ιστορικό, τον πεισματάρη που έχει στρατευθεί στον δικό του κοινωνικό αγώνα, υπηρετώντας πάγιες και καθολικές αρχές της κοινωνικής αλλαγής. Με δικά του λόγια το διατύπωσα.
Επιτρέψτε μου να πω δυο κουβέντες ακόμα.
Στο βιβλίο που συζητάμε σήμερα, ο Θανάσης Καλαφάτης καταθέτει τη μαρτυρία ενός επαγγελματία ιστορικού για τα παιδικά, τα εφηβικά και τα νεανικά του βιώματα. Είχε ήδη καταπιαστεί με κάποια απ’ αυτά, από την απόσταση που επιτάσσει το επάγγελμα, στο ωραίο βιβλίο του για τους Εβραίους της Κέρκυρας (2001). Στο βιβλίο, όμως, που έχουμε σήμερα στα χέρια μας ο συγγραφέας αποτυπώνει, μαζί με τα ιστορούμενα γεγονότα, και τους τρόπους με τους οποίους αισθάνονταν οι άνθρωποι. Κάτι που μόνο η τέχνη μπορεί να το διασώσει. Περιγράφει γεγονότα κι αισθήματα διανθίζοντας τον λόγο του με μικρές, σχεδόν ψιθυριστές κρίσεις που, κι εκείνες, συμπληρώνουν τη μαρτυρία. Πώς γίνεται, θα μου πείτε, να ψιθυρίζει κανείς στον γραπτό λόγο; Δεν ξέρω τον τρόπο, βλέπω το αποτέλεσμα. Τη ματιά που κρατά τον ιδρώτα και την αγωνία του ζώου που σέρνει το κάρο. Τις παιδικές εικόνες του διαβόλου, το σκίρτημα του έρωτα ως μια παράμετρο της υλικής ιστορίας, το μάλωμα της μάνας, το κόμπιασμα μπροστά στο αίμα, το πένθος, το παιδικό αίσθημα μπροστά στην κοινωνική διάκριση, ακόμα κι όταν αυτή εκφράζεται ως διαφορά ανάμεσα στις γκαζές και τους βόλους.
Μας χαρίζει, θέλω να πω, ο Θανάσης το πνεύμα και τις άρρητες μνήμες που δίνουν νόημα στις πράξεις των ανθρώπων. Το νόημα, ακριβέστερα, που είχαν οι πράξεις αυτές για τους ίδιους, κάτι που, συνήθως, λανθάνει στη γραφή του ιστορικού. Πολύτιμο υλικό που ανανεώνει το πώς δει ιστορίαν ξυγγράφειν.
Μια τελευταία κουβέντα. Κουβεντιάζοντας γι’ αυτήν την παρουσίαση με συντρόφους-συγκρατούμενους του Θανάση αλλά και με τον ίδιο τον συγγραφέα, ένοιωσα τη δυσκολία που θυμάμαι σε αγαπημένους ανθρώπους, παλιούς αριστερούς που δεν είναι πια στη ζωή, να μιλήσουν για τις διώξεις, τις ταλαιπωρίες, το πείσμα, την περηφάνια που τους κράτησε όρθιους. Χρειάζεται να ψάξουμε τους τρόπους να ξεκλειδώσει αυτή η μνήμη, να οργανωθεί σε λόγο και να διασωθεί μια ατομική και συλλογική εμπειρία που μπορεί να εκβάλει σε ρηξικέλευθες ερμηνείες.