ΠΑΥΛΟΣ Γ. ΠΑΠΑΜΕΡΚΟΥΡΙΟΥ (1921-1949)

ΠΑΥΛΟΣ ΠΑΠΑΜΕΡΚΟΥΡΙΟΥ

img437

Παύλος Γ. Παπαμερκουρίου (1921–1949)

Μια γενναία μορφή του νεολαιίστικου κινήματος

 

Ο Παύλος Γεωργ. Παπαμερκουρίου γεννήθηκε στην Αθήνα στις 21 Ιουνίου 1921 και ήταν ένα από τα τέσσερα παιδιά (τρία αγόρια κι ένα κορίτσι) του παπα-Γιώργη Παπαμερκουρίου. Το 1939 τελείωσε το 7ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών στο Παγκράτι και τον επόμενο χρόνο εισήχθη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Μορφωμένος, έντιμος, σεμνός, εργατικός, την 1 Ιουλίου 1942 προσλήφθηκε με διαγωνισμό ως έκτακτος υπάλληλος στην Τράπεζα Αθηνών, μια δυναμική και σημαντική τότε ιδιωτική τράπεζα που είχε ιδρυθεί το 1893 και λειτούργησε μέχρι το 1953, όταν συγχωνεύτηκε με την Εθνική. Ο Παύλος εργάστηκε στο Κεντρικό Κατάστημα στην οδό Σταδίου (σημερινό κατάστημα της Εθνικής Τράπεζας), σύντομα οργανώθηκε στο Εργατικό ΕΑΜ και αργότερα στην ΕΠΟΝ, συμμετείχε με αποφασιστικότητα σε όλους τους συνδικαλιστικούς και πολιτικούς αγώνες των εργαζομένων του κλάδου του κατά των κατακτητών και των κατοχικών διοικήσεων για την εξασφάλιση του μισθού και την επιβίωση, ενώ την περίοδο Αύγουστος 1943 – Δεκέμβριος 1944 υπήρξε εκλεγμένο αναπληρωματικό μέλος του εαμικού Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου Υπαλλήλων της Τράπεζας Αθηνών (ΣΥΤΑ). Είναι γνωστό ότι το ΕΑΜ ως πολυσυλλεκτικό κίνημα, που διαμόρφωσε μια ευρύτατη κοινωνική συμμαχία πρωτοφανούς έκτασης, είχε μεγάλη επιρροή και στον τραπεζοϋπαλληλικό χώρο.

Ηγετική φυσιογνωμία του αντιστασιακού νεολαιίστικου κινήματος στην Κατοχή, στέλεχος της ΕΠΟΝ των Ανατολικών συνοικιών της Αθήνας, πραγματικό παλικάρι, συνελήφθη για τη δράση του από την Ειδική Ασφάλεια του συνταγματάρχη Αλέξανδρου Λάμπου και φυλακίστηκε τουλάχιστον δύο φορές το 1944: την πρώτη για είκοσι μέρες (19.4.–9.5.1944), όπου η Τράπεζα του χορήγησε «έκτακτη άδεια», και τη δεύτερη για πάνω από τρίμηνο (5.7.–10.10.1944). Τη δεύτερη φορά απολύθηκε από το Γουδί τις τελευταίες μέρες της αποχώρησης των γερμανικών στρατευμάτων, ενώ ο εργοδότης του τον θεώρησε στην αρχή ως αγνοούμενο και από 1.9.1944 ως «αδειούχο άνευ αποδοχών».

Συμμετείχε στις μάχες του Δεκέμβρη του 1944 μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ («πολεμούσε μαζί με την υποδειγματική επονελασίτικη διμοιρία της γειτονιάς του [στο Παγκράτι]», σύμφωνα με τον Σταύρο Ζορμπαλά). Για το λόγο αυτό η Τράπεζα τον απέλυσε ως «οικειοθελώς αποχωρήσαντα από 10.1.1945». Μετά από προσφυγή του στη δικαιοσύνη, μαζί με άλλους πενήντα περίπου εαμικούς συναγωνιστές συναδέλφους του και την έκδοση ευνοϊκής γι’ αυτούς δικαστικής απόφασης, η διοίκηση της Τράπεζας Αθηνών αναγκάστηκε να ανακαλέσει την απόλυση, του κατέβαλε τις αποδοχές του, χωρίς όμως να τον απασχολεί, μέχρι την 1.7.1946, όταν τον απέλυσε οριστικά, αξιοποιώντας εκτός από το μετά τη Βάρκιζα θεσμικό πλαίσιο και τις διατάξεις του αναγκαστικού νόμου 683/30.11.1945 «Περί ρυθμίσεως του προσωπικού των Τραπεζών», σύμφωνα με τον οποίο οι τράπεζες είχαν το δικαίωμα να απολύσουν τους προσληφθέντες κατά την Κατοχή υπαλλήλους.

Οι αντίξοες συνθήκες δεν του επέτρεψαν να ολοκληρώσει τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο, ενώ με την έναρξη του Εμφυλίου ο «χρυσός αετός της Αθήνας», όπως τον αποκαλούσαν οι σύντροφοί του για το παράστημά του και τα χρυσόξανθα μαλλιά του, πέρασε στην παρανομία. Τον Ιανουάριο του 1949 συνελήφθη σε αστυνομικό μπλόκο. Τον Μάρτιο μεταφέρθηκε στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) στη Μακρόνησο όπου βασανίστηκε απάνθρωπα χωρίς να απαρνηθεί την ιδεολογία του και να υποκύψει. (Οι αλφαμίτες βασανιστές, με επικεφαλής τον Κοθρά, ανάμεσα σε άλλα τον «μετέτρεψαν σε ζωντανό πυροτέχνημα» ρίχνοντάς τον στη συνέχεια στη θάλασσα, έπειτα «του έσπασαν τη σπονδυλική στήλη» και «λύγισαν για πάντα τη λυγερή κορμοστασιά του» κατά τον Γιώργο Γιωτόπουλο). Τον Ιούνιο του 1949 δικάστηκε στην Αθήνα από έκτακτο στρατοδικείο. «Σακατεμένος, κυρτωμένος» ο φλογερός Επονίτης υπερασπίστηκε πάλι τις ιδέες του για μια δικαιότερη κοινωνία και αρνήθηκε να κάνει «δήλωση». Καταδικάστηκε σε θάνατο, κρατήθηκε στις Φυλακές Αβέρωφ, στο κελί των μελλοθανάτων (μαζί με τρεις άλλους νεολαίους συντρόφους του, τους Νικήτα Μαραγκό, Φάνη Πασπαλιάρη και Μάνθο Τσιμπουκίδη, των οποίων την τελευταία στιγμή ανεστάλη η εκτέλεση) και στις 8 Ιουλίου 1949 εκτελέστηκε στο Γουδί.

Το 1960–61 ο μεγάλος συνθέτης Μίκης Θεοδωράκης στο μουσικό έργο του για τον Εμφύλιο Το τραγούδι του νεκρού αδερφού, εμπνευσμένος από τη θυσία του παλιού συναγωνιστή και αγαπημένου του φίλου Παύλου Παπαμερκουρίου, θα γράψει γι’ αυτόν το εμβληματικό τραγούδι του μοιραίου αδελφοκτόνου πολέμου «Τον Παύλο και τον Νικολιό».

 

Ζήσιμος Χ. Συνοδινός