ΧΡΟΝΗΣ ΜΙΣΣΙΟΣ
Ένα ανυπότακτο πνεύμα
Σαν σήμερα πριν από δύο χρόνια έφυγε από τη ζωή ο αντιστασιακός, αγωνιστής της Αριστεράς και συγγραφέας Χρόνης Μίσσιος. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες ενώ το 1947 είχε καταδικαστεί σε θάνατο. Ο συγγραφέας του Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς και του Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε παρέμεινε μέχρι την τελευταία του πνοή ένα ανυπότακτο πνεύμα που ονειρευόταν την κοινωνική δικαιοσύνη.
Άλλος δρόμος για να περάσει η άνοιξη δεν υπάρχει
(Το κλίμα του κειμένου που ακολουθεί οφείλεται στην υποβλητική δύναμη του βιβλίου του Στέφανου Στεφάνου Ένας απ’ τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς. Το περιστατικό ανάγεται στους πρώτους μήνες του 1945, στο Σουφλί, μετά τη Βάρκιζα και πριν ξεσπάσει ο Eμφύλιος.
Διαβάζω, λοιπόν, πως το κόμμα είχε δώσει εντολή στους νέους να τραγουδήσουν επονίτικα τραγούδια το βράδυ στη βόλτα, για να τσεκάρει την αντίδραση του κόσμου…)
Το Σουφλί είναι η πατρίδα μου. Έζησα εκεί ώς τα δεκαοχτώ μου χρόνια. Ξέρω τα βράδια του, τις μυρωδιές του από εποχή σε εποχή, τη «βόλτα» τα Σαββατοκύριακα και τον Εμφύλιο που σημάδεψε ανεξίτηλα τα παιδικά μου χρόνια. Τραγούδησαν, λοιπόν, τα παιδιά τον ύμνο της ΕΠΟΝ:
«Εμπρός επονίτες, αδέρφια και πάλι, πάμε και γοργά προβάλλει η αυγή…»
Το μυαλό μου ξεγλίστρησε από το βιβλίο και τα γεγονότα που περιγράφει κι από τα βάθη της μνήμης αναδύεται, χωρίς ήχο, η συνέχεια του τραγουδιού:
«…Να δείξουμε πρέπει μ’ ατέλειωτη πάλη πως θέλουμε ʹμείς μια λεύθερη ζωή…»
Και, δεν θέλει πολλά η μνήμη, δεν θέλει πολλά η καρδιά που φουρτουνιάζει, μέσα στην αμείλικτη μοναξιά του σπιτιού μου ακούω τη φωνή μου, σιγανή διστακτική και σχεδόν παράφωνη από τη συγκίνηση, να συνεχίζει:
«…Κατακτάμε τη ζωή μας διώχνοντας το φασισμό πρώτη είναι η φάλαγγα η δική μας στης προόδου το στρατό.»
Ξαφνικά το σπίτι μου γεμίζει κόσμο. Είναι όλοι εκεί, συνωστίζονται γύρω μου όλοι οι αγαπημένοι μου νεκροί: γονείς κι αδέρφια, φίλοι, συγχωριανοί, γειτόνοι, ο Χρόνης κι οι Λαμπράκηδες, όλοι. Όλοι στοιχισμένοι στης «προόδου το στρατό».
Σαν ορφανά κι ανεκπλήρωτα όνειρα, μια τεράστια πορεία που η αρχή και το μέλλον της χάνονται μέσα σε πυκνή ομίχλη. Γενιές ταγμένες στην υπεράσπιση του ονείρου της κοινωνικής δικαιοσύνης που διαρκώς μετατοπίζεται, κάποτε κατακερματιζόμενο σε άπειρες παραλλαγές, κάποτε ευτελιζόμενο στα χέρια καιροσκόπων της εξουσίας. Κι ο φασισμός, πάντα εκεί υφέρπει σε όλη τη διαδρομή, ποικιλώνυμος, ποικιλότροπος.
Συλλογιέμαι πως το μόνο σίγουρο που μπορεί να θεωρηθεί ως δικαιοσύνη αυτών των εραστών του ονείρου της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι εκείνη η βαθιά ηρεμία της συνείδησης που ξέρει πως έπραξε το σωστό, πως συντάχθηκε με τη σωστή μεριά και, κυρίως, πως διακινδύνευσε προσωπικά για το κοινό καλό. Αυτό ακριβώς το είδος διακινδύνευσης που εξευγενίζει τη ζωή.
Μπορεί πολλές βεβαιότητές μου να έχουν δοκιμαστεί άγρια. Μπορεί η ωριμότητα να χαρακτηρίζεται ακριβώς από αυτήν την περιστολή των βεβαιοτήτων
–«εν οίδα, ότι ουδέν οίδα»! Όμως υπάρχουν ακόμα ένα δύο πράγματα που αντέχουν.
- Πρώτον, η σκέψη πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος να μετρήσεις το μάκρος της σκιάς σου, το βάρος της ύπαρξής σου από αυτόν της αναμέτρησης με τις δυνάμεις εκείνες, που κάθε εποχή ματαιώνουν τη ζωή, κλέβουν τα όνειρα και ακρωτηριάζουν ό,τι καλύτερο διαθέτει ένας λαός –τα νιάτα του.
- Κι ακόμα, αντέχει η ελπίδα για κάτι που μπορεί η βιολογική μου αντοχή να μην μου επιτρέψει να δω. Η ελπίδα πως δεν μπορεί παρά να έρθει όπου να’ναι η γενιά που, αποτινάζοντας από πάνω της την κουρελαρία των δήθεν lifestyle που της κληροδότησαν 40 χρόνων ποικιλώνυμες εξουσίες και ιδεολογικές παραμορφώσεις, θα απαιτήσει να ξανασυναντηθεί με τις αλήθειες αυτού του τόπου. Τις αλήθειες που εξέθρεψαν έναν λαό με τέτοια ποίηση, τέτοιες μουσικές, τέτοια ιστορία.
Προσπάθειες υπονόμευσης
Δεν θα είναι εύκολο. Όχι μόνο επειδή όλα αυτά τα χρόνια έγιναν τεράστιες προσπάθειες από εχθρούς και «φίλους» να ακυρωθούν και να υπονομευθούν όλες οι περηφάνιες μας, αλλά και επειδή οι νέοι σήμερα ζουν σε έναν κόσμο πολύ πιο περίπλοκο και πιο επικίνδυνο από ό,τι οι προηγούμενες γενιές. Όμως πιστεύω στη ζωτική τους ορμή όπως δεν μπορώ παρά να «πιστεύω» στη δύναμη του ποταμού που ξεχειλίζει αναζητώντας τους πανάρχαιους δρόμους του. Μόνο που αυτή η δύναμη –κι εδώ έρχεται να δέσει η αρχή, το ξεκίνημα αυτού του κειμένου με τις αναμνήσεις και το τραγούδι «κατακτάμε τη ζωή μας διώχνοντας τον φασισμό»− αυτή η δύναμη πρέπει να μπολιαστεί με το ήθος, το κοινωνικό, δημοκρατικό ήθος της ΕΠΟΝ, που υπήρξε ο μύθος και το θάμπος των παιδικών μου χρόνων, και των Λαμπράκηδων, των οποίων υπήρξα κομμάτι της ψυχής και της σάρκας τους. Δεν υπήρξαν στον τόπο μας άλλες οργανώσεις νέων τόσο λίγο κομματικές, τουλάχιστον όσον αφορά τις προθέσεις, τις πρωτοβουλίες και τις δραστηριότητές τους.
Τι θα ’θελα, λοιπόν, να πω στους νέους στο όνομα όλων αυτών που χάθηκαν πολεμώντας τον φασισμό, ο οποίος συχνά αλλάζει πρόσωπο, παραμονεύοντας σε όλη τη διαδρομή και τις φάσεις του πολιτισμού και της ιστορίας μας;
- Να μη φοβούνται τα όνειρα τους.
- Να μην τσιγκουνεύονται την αγάπη–γιατί και η αγάπη έχει κόστος.
- Να εμπιστεύονται τη δύναμή τους, κι ακόμη να ξέρουν πως:
− Η φιλοπατρία δεν αντιστρατεύεται τον διεθνισμό, δηλαδή τη συνεργασία των λαών.
− Τον διεθνισμό τον αντιστρατεύεται η παγκοσμιοποίηση που εξαθλιώνει τους λαούς τον έναν με τον άλλον, προς δόξαν του κεφαλαίου και των πολυεθνικών.
− Η φιλοπατρία είναι άλλο και άλλο η πατριδοκαπηλία και ο μιλιταρισμός. Όποιος αγαπά την πατρίδα του δεν σημαίνει πως πρέπει να μισεί τις πατρίδες των άλλων ανθρώπων.
− Τέλος, πατρίδα όλων των πατρίδων είναι ο πλανήτης μας και το περιβάλλον, όπου κανένα σύνορο δεν ισχύει και όπου η ευεργεσία ή η απειλή είναι τα μόνα που ισχύουν για όλους, δικαίους και αδίκους.
Αυτά, κι ας είναι κάτι σαν ελάχιστο μνημόσυνο στη μνήμη του Χρόνη, που έφυγε πριν από δύο χρόνια, και των άλλων εραστών του ονείρου της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Ρηνιώ Παπατσαρούχα– Μίσσιου
(Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, φ. 600/20.11.2014)