Για τον Στέφανο Στεφάνου
Αν είναι λοιπόν από κάπου να ξεκινήσω θα είναι από τον πολύ κόσμο που βρισκόταν σχεδόν πάντα στο σπίτι μας στη Θεσσαλονίκη, στην Πελοποννήσου 4, είτε ως φιλοξενούμενοι είτε ως συνεδριάζοντες. Οι πρώτοι κάπου έπρεπε να μείνουν όταν κατέβαιναν στη Θεσσαλονίκη για γιατρούς ή για κομματική δουλειά. Οι δεύτεροι μέσα σε πυκνά σύννεφα καπνού έφτιαχναν τον κόσμο την εποχή που η ΕΔΑ και οι Λαμπράκηδες είχαν τη δύναμη να φτιάχνουν τον κόσμο.
Μετά ήταν η απουσία των τεσσάρων χρόνων, τα ταξίδια για επισκεπτήριο, στη Λέρο, οι φτώχειες μας, τα σκουριασμένα καράβια, «Μιαούλης» θυμάμαι ένας από τους σκυλοπνίχτες, στοιβαγμένα τα γυναικόπαιδα στο αμπάρι, όλοι μαζί πάνω σε κουβέρτες, μαζί και τα παιδιά που επρόκειτο να παραδοθούν στο άσυλο ανιάτων της Λέρου. Μάλλον αυτή ήταν η πρώτη επαφή με την πραγματικότητα. Και τα επισκεπτήρια στους αγρούς και τα χωράφια, τα αποσπασματικά παιχνίδια με τους εξόριστους γονείς μας που προσπαθούσαν να αποκαταστήσουν την επαφή με τα παιδιά τους όπως και με τις γυναίκες τους, που τις φιλούσαν αχόρταγα για να κερδίσουν κάτι από τη γλύκα τους. Κι ύστερα πίσω πάλι, φτηνό φαγητό σε εστιατόρια για ταξιδιώτες, μέχρι να φτάσουμε ξανά στην εστία μας στη Θεσσαλονίκη για να ξαναρχίσουν τα γράμματα, τα δέματα και η άοκνη προσπάθεια των μανάδων μας να μην μας αφήσουν στιγμή να αμφισβητήσουμε ότι για όλα αυτά δεν υπάρχει κάποιος σπουδαίος λόγος.
Ήμασταν εμείς και οι άλλοι. Εμείς οι περίεργα κολοβωμένες οικογένειες, εμείς τα παιδιά που δεν είχαμε όλα όσα κανονικά έχει ένα παιδί, εμείς που συνωμοτούσαμε μεταξύ μας γιατί το ξέραμε πως γνωρίζουμε κάτι περισσότερο από τους συνομήλικούς μας. Και που δεν έπρεπε να τραβάμε την προσοχή, καλύτερα να μην ασχολούνται οι άλλοι μαζί μας, γιατί αυτό σπάνια βγαίνει σε καλό. Η εικόνα μου ήταν πως όλοι οι άνθρωποι έχουν παντού φίλους, πως όπου κι αν βρεθείς έχεις «δικούς σου ανθρώπους» αλλά αυτό ήταν απλώς μία από τις ευλογίες του να είσαι αριστερός και να είσαι διαφορετικός σε καιρούς χαλεπούς.
Μετά από τη Λέρο ο πατέρας μου μεταφέρθηκε στην Αθήνα για να εγχειριστεί. Είχαμε κι εμείς στο μεταξύ μετακομίσει στου Γκύζη. Δύσκολα συμμεριζόμουν τη χαρά της μάνας μου, να βάλουμε τα καλά μας και να πάμε να στηθούμε απέναντι από το παράθυρο του νοσοκομείου, εδώ στη γειτονιά μας στον Άγιο Σάββα για να τον δούμε και να του γνέφουμε από το πεζοδρόμιο. Και μετά από λίγο απολύθηκε. Ένας ξένος μέσα στο σπίτι, τα χαρτιά και τα κρεβάτια έπρεπε να ξαναμοιραστούν μέσα στην οικογένεια. Δεν ένιωθα την ίδια χαρά με τις υπόλοιπες, όλη μου η οικογένεια ήταν γυναίκες, οι άντρες «έλειπαν». Με έστειλε να του πάρω ξυραφάκια από το μπακάλικο και έκλαιγα στις σκάλες γιατί μου φάνηκε ιδιαίτερα θρασύ να μου ζητά κάτι κάποιος που δεν μου έδωσε.
Μετά άρχισε να δουλεύει στο μικρό εκείνο δωμάτιο που έχουν τα παλιά αθηναϊκά σπίτια και κάποτε στέγαζε τις υπηρέτριες και μετά έπαιζε τον ρόλο της αποθήκης. Εκεί όπου το μόνο που χωρούσε ήταν ένα τραπέζι με τα χαρτιά απλωμένα, τα λεξικά, τα χρωματιστά μολύβια, και τα τσιγάρα, και τα αμέτρητα αποτσίγαρα. Εκεί αρχίσαμε πια να γνωριζόμαστε.
Χρόνια μετά, σχεδόν πρόσφατα δηλαδή, μου εμπιστεύθηκε την ανησυχία του. Αν είχα λέει παράπονο για τα παιδικά μου χρόνια, αν στερήθηκα, αν αισθανόμουν μειονεκτικά. Λάθος πατέρα, λάθος ερώτηση. Η ζωή μου, η ζωή της οικογένειάς μας, η ζωή των αριστερών ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσα δεν γεννούσε ποτέ ερωτηματικά. Δεν άφηνε περιθώρια να αμφισβητήσεις τις επιλογές των μεγάλων, δεν σε καθιστούσε ποτέ δυστυχή. Είχατε έναν τρόπο να μεταδίδετε τη σιγουριά σας για όσα συνέβαιναν, να είμαστε εμείς οι καλοί και οι άλλοι να έχουν το άδικο, εμείς να θέλουμε το κοινό καλό κι εκείνοι να κυνηγούν την εξουσία, κι έτσι δεν υπήρχαν ρωγμές, δεν υπήρχε παράπονο και αίσθημα μειονεξίας. Για ό,τι έλειπε υπήρχε ένας λόγος, ικανός να το αντισταθμίσει. Δεν μας έλειψαν ούτε τα παιχνίδια ούτε τα ρούχα. Δεν μας έλειψε τίποτα. Κρατάγαμε τις αλήθειες σας στα χέρια μας και φέγγαμε σε όποιον είχε την ανάγκη μας. Κι αν κάτι πράγματι ζήλεψα στα άλλα παιδιά ήταν εκείνο το μικρό λεξικό τσέπης που μας συνέστησε η δασκάλα να αγοράσουμε στη δευτέρα δημοτικού. Που έμοιαζε περισσότερο με παιχνίδι παρά με χρηστικό αντικείμενο. Αλλά από τότε ξεφυλλίσαμε τόσα λεξικά και μοιραστήκαμε μαζί τόσες λέξεις που το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να χαμογελώ για το λεξικό που δεν απόχτησα.
Και είναι και το άλλο. Στη ζωή μου δεν σε είδα ποτέ σε δίλημμα. Δεν ξέρω πού τις έκρυβες τις δυσκολίες σου, δεν ξέρω πώς αντιμετώπιζες τις κακοτοπιές, αλλά σε μένα δεν έφταναν ούτε τα απομάμαλα της αγωνίας σου. Αυτή τη σιγουριά θα ήθελα να έχω στη ζωή μου, να μην είχα βασανιστεί για το τι είναι σωστό και τι είναι λάθος. Αυτό έμοιαζες πάντα, αυτό εξέπεμπες, κι αν ήταν κάτι που σου ζήλεψα αυτό ήταν.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ