ΡΗΝΙΩ ΠΑΠΑΤΣΑΡΟΥΧΑ-ΜΙΣΣΙΟΥ, Γράμμα στον Στέφανο

Γράμμα στον Στέφανο

(Ο πυρήνας αυτού του κειμένου είναι μια ημερολογιακή εγγραφή το βράδυ της Δευτέρας 11 Ιανουαρίου 2016, ένδεκα μόνο μέρες μετά το θάνατο του Στέφανου Στεφάνου. Εκείνο το κείμενο άρχιζε έτσι: «Αύριο πάλι, αχάραγα που θα ξυπνήσω και θα βγω στην αυλή με το σκυλί μας, τον Χάρη, θα ψάχνω, ανάμεσα στα λιγοστά αστέρια του πρωινού, να εντοπίσω τη φωτεινή σας πορεία.»)

 

Ας λένε όλοι οι άλλοι για το ήθος, τη συνέπεια, την ανθρωπιά, την αγωνιστικότητα, τις πολιτικές σου αρετές, την ευρύτητα των γνώσεών σου.

Εγώ, αδελφέ μου, θα κλαίω και θα θρηνώ για τον άνθρωπο που υπήρξες αλλά και για τα πρόσωπα και τις δυνατότητες που δυνάμει διέθετες και δεν έστερξες ποτέ ν’ αφήσεις να φανούν. Για τα ταλέντα και τις «ζωές» που καταχώνιασες θέλοντας και μη θέλοντας, για αυτά που μπορούσες αλλά δεν έζησες. (Θυμούμαι ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όσο ήταν ακόμα στην Αθήνα, του είχαν ζητήσει να διδάξει δημοτικούς χορούς της Θράκης σε γνωστό χορευτικό συγκρότημα της εποχής. Όμως εκείνοι ήθελαν σκηνικά στημένο θέαμα κι ο Στέφανος την αυθεντική έκφραση των χορευτών που, υποτίθεται πως εξέφραζαν τα ήθη της κοινότητας. Και δεν πήγε).

Εγώ θα κλαίω και θα θρηνώ πάντα για το χορευταρά, τον «μπράτιμο» το «γύφτο», τον «κατσίβελο» με τον απωθημένο διονυσιασμό, που τραγουδούσε μισοκλείνοντας τα μάτια και το κεφάλι ριγμένο πίσω:

«Κόρη μου σύρε να νιφτείς«κρυφτείς», δεν το θυμάμαι καλά) και φύγε από τον ήλιο, βάλ’ το φεγγάρι πρόσωπο και στα μαλλιά την Πούλια…», και τα χέρια σου να χτυπούν ρυθμικά το αυτοσχέδιο τουμπελέκι −ό,τι έβρισκες κοντά σου την ώρα του γλεντιού που θα μπορούσε στοιχειωδώς να ανταποκριθεί στις ανάγκες του ρυθμού. Του ρυθμού που εκείνη την ώρα κατείχε όλη σου την ύπαρξη, ψυχή, φωνή και σώμα, αδερφέ μου.

Ο χορός σου ήταν πάντα μια έκπληξη για όσους σε είχαν γνωρίσει μόνο ως καθοδηγητή, διανοούμενο, συνάδελφο στη δουλεία. Βλέπεις, οι άνθρωποι συνήθως βολεύονται στα κλισέ που κάνουν εύκολη την… ταξινόμηση. Ο χορευταράς και τραγουδισταράς δεν συνάδει με το «διανοούμενος», ο καθοδηγητής οφείλει να «κρατά τη θέση του»  σε ένα ιδεατό βάθρο, λίγο πολύ πιο πάνω από τις… «μάζες», κατά την προσφιλή έκφραση της Αριστεράς όλων των τάσεων, και των ανανεωτικών μη εξαιρουμένων!

Εγώ, αδερφέ μου, θα θρηνώ για το πρόσωπο, το ενιαίο, το ά-τομο, το μοναδικό και δυνάμει πολύτροπο, το γήινο και ευάλωτο. Έτσι θα υπάρχεις πάντα στην ψυχή και στο μυαλό μου, μοναδικός, όπως μοναδικοί είμαστε όλοι μας στον έρωτα, στη μάχη, στο ζεϊμπέκικο. Γιατί;

Γιατί σε ξέρω από τα δεκατέσσερά μου χρόνια. Προηγουμένως σε είχα μόνον ακουστά. Σουφλί. Το κλίμα του εμφυλίου ζωντανό ακόμη. Μέσα σ’ αυτή την οδυνηρή εποχή έμπαινα στην εφηβεία ανιχνεύοντας ταυτόχρονα τα μονοπάτια της αριστερής σκέψης −γιατί άλλο το βίωμα, που δεν το έχεις επιλέξει και άλλο η σκέψη− όπου έμπαινα από δρόμους εντελώς ανορθόδοξους, ή, για να το πω καλύτερα από προσωπικά μονοπάτια μιας… ανορθόδοξης ορθοδοξίας: την καρδία μου, την ευαισθησία μου και τον ρομαντικό αλτρουϊσμό της νιότης, όπου η ύπαρξη δικαιώνεται μόνο μέσα από την προσφορά που μπορεί να φτάσει και ώς τη θυσία.

Σ’ έβλεπα από το παράθυρο να γυρνάς από τη δουλεία στο χωράφι, στ’ αμπέλι −δικό σας ή για μεροκάματο− λιανός λιανός με το ελαφρύ λοξό περπάτημά σου, πάνινα παπούτσια ακόμη κι ας ήταν ήδη Νοέμβρης. Οι αδερφές μου είχαν βγει από τη φυλακή, μετά από αναθεώρηση της δίκης τους, εκείνο το καλοκαίρι του 1952. Το σπίτι μας υπήρξε ίσως το μόνο που άνοιξε την πόρτα του στον εξόριστο κομμουνιστή που βγήκε από τον Άη Στράτη με άδεια και υπό όρους. Ο κόσμος φοβόταν να σου μιλήσει. Όμως εσύ, ο αγαπημένος της αδερφής μου, ο διανοούμενος, ο αγωνιστής, ο τραγουδισταράς, ο κανταδόρος ήσουν «αδερφός» και «δάσκαλος» αγοριών και κοριτσιών που μαζεύονταν γύρω σου −παρά τις απειλές της Ασφάλειας και τις επιφυλάξεις των γονιών τους− γοητευμένα από τη ζωντάνια της σκέψης σου και τις γνώσεις σου, που απλώνονταν από τα μαθηματικά και τη θεωρία της μουσικής στη λογοτεχνία, τη γλώσσα, την ιστορία, τη φιλοσοφία ώς το μαρξισμό. Μαζί τους και παρέας τους στην καντάδα στα παράθυρα των κοριτσιών, ψυχή της ερασιτεχνικής  θεατρικής ομάδας και της χορωδίας. Ήσουνα τότε κι εσύ μόλις είκοσι εφτά χρονώ. Κι ας μη σκεφτεί κανείς πως αυτή ήταν «η γραμμή του κόμματος». Γιατί, αν ο πολιτισμός δεν είναι ουσία της ύπαρξής σου, αν δεν ξεπηδά από μέσα σου αυθόρμητα, ως αίτημα η γραμμή του κόμματος ή δεν γράφεται ποτέ ή παραχαράσσεται και γελοιοποιείται.

Ήταν η εποχή που διάβαζα Ρώσους κλασικούς, Τολστόϊ, Τουργκένιεφ, Ιταλούς ρομαντικούς, Λαμαρτίνο, Στεκκέτι, και μετά Μαγιακόφσκυ και μετά σύγχρονους Γάλλους. (Είχε καλή βιβλιοθήκη ο γείτονάς σου καθηγητής Τυρόπουλος και χάρη σε σένα απόχτησα πρόσβαση σε έναν τέτοιο θησαυρό. Κι ο φίλος σου, ο Κώστας Τοπούζης, φοιτητής φιλολογίας τότε στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, μας τροφοδοτούσε με ό,τι πιο ενδιαφέρον κυκλοφορούσε στο πεδίο των ιδεών και της κριτικής. Τότε άκουσα για πρώτη φορά και το όνομα Κώστας Κουλουφάκος, στο Σουφλί, αρχές της δεκαετίας του ’50).

Ήμουνα τυχερή, αδερφέ μου, που μπήκες από τότε στη ζωή και στην οικογένειά μας. Κι ό,τι ακολούθησε, καλό ή κακό, εμείς βρίσκαμε πάντα τον τρόπο να το καταχωρούμε στα ηθικά κέρδη. Γιατί, βλέπεις αδερφέ μου, σε άλλες εποχές και από άλλου ήθους ανθρώπους οικοδομήθηκε με αίμα και προσωπικές θυσίες το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς και από άλλου είδους ανθρώπους εξαργυρώνεται ευτελιζόμενο έως διασυρμού. Όμως η προσωπική ζωή του καθενός δεν αξιολογείται απαραιτήτως από το αποτέλεσμα της συλλογικότητας στην οποία μετέσχε αλλά από το τι ο ίδιος υπηρέτησε, το εγώ ή το εμείς; Κι εσύ αδερφέ μου ήσουνα πάντα με το εμείς.

Όσο για μένα, θα αναζητώ όπου υπάρχει φως τα σημάδια της δικής σας πορείας,

ΡΗΝΙΩ ΠΑΠΑΤΣΑΡΟΥΧΑ-ΜΙΣΣΙΟΥ

Αθήνα 28.5.2017